- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νομοθετικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: nomothetikos 고전 발음: [노모테띠꼬] 신약 발음: [노모태띠꼬]

기본형: νομοθετικός

형태분석: νομοθετικ (어간) + ος (어미)

  1. relating to legislation, legislative
  2. (of persons) fitted for or skilled in legislation

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νομοθετικός

(이)가

νομοθετική

(이)가

νομοθέτικον

(것)가

속격 νομοθετικοῦ

(이)의

νομοθετικῆς

(이)의

νομοθετίκου

(것)의

여격 νομοθετικῷ

(이)에게

νομοθετικῇ

(이)에게

νομοθετίκῳ

(것)에게

대격 νομοθετικόν

(이)를

νομοθετικήν

(이)를

νομοθέτικον

(것)를

호격 νομοθετικέ

(이)야

νομοθετική

(이)야

νομοθέτικον

(것)야

쌍수주/대/호 νομοθετικώ

(이)들이

νομοθετικά

(이)들이

νομοθετίκω

(것)들이

속/여 νομοθετικοῖν

(이)들의

νομοθετικαῖν

(이)들의

νομοθετίκοιν

(것)들의

복수주격 νομοθετικοί

(이)들이

νομοθετικαί

(이)들이

νομοθέτικα

(것)들이

속격 νομοθετικῶν

(이)들의

νομοθετικῶν

(이)들의

νομοθετίκων

(것)들의

여격 νομοθετικοῖς

(이)들에게

νομοθετικαῖς

(이)들에게

νομοθετίκοις

(것)들에게

대격 νομοθετικούς

(이)들을

νομοθετικάς

(이)들을

νομοθέτικα

(것)들을

호격 νομοθετικοί

(이)들아

νομοθετικαί

(이)들아

νομοθέτικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μᾶλλον δ ἂν τοῦτο δύνασθαι δόξειεν ἐκ τῶν εἰρημένων νομοθετικὸς γενόμενος. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 143:5)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 143:5)

  • ἆρ οὖν μετὰ τοῦτο ἐπισκεπτέον πόθεν ἢ πῶς νομοθετικὸς γένοιτ ἄν τις· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 151:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 151:1)

  • πῶς οὖν ἐκ τούτων νομοθετικὸς γένοιτ ἄν τις, ἢ τοὺς ἀρίστους κρίναι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 161:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 161:1)

유의어

  1. relating to legislation

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION