νῑκάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
νῑκάω
νῑκήσω
ἐνῑ́κησα
νενῑ́κηκα
νενῑ́κημαι
ἐνῑκήθην
Structure:
νῑκά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I conquer, prevail, win
- I prevail, I am superior
- (of opinions) I prevail
- (with infinitive) I succeed
- (law) I win my cause
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ ὁ αὐτὸσ Πολύβιοσ ἱστορεῖ Ἄγρωνα τὸν Ἰλλυριῶν βασιλέα ἡσθέντα ἐπὶ τῷ νενικηκέναι τοὺσ μέγα φρονοῦντασ Αἰτωλοὺσ πολυπότην ὄντα καὶ εἰσ μέθασ καὶ εὐωχίασ τραπέντα πλευρίτιδι ληφθέντα ἀποθανεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 54 1:5)
- οὐ γὰρ ἂν εἰσ δευτέραν μάχην προῆλθε, τὰ μὲν ἀναγκαῖα τῇ στρατιᾷ παρεσκευασμένοσ εἰσ πολὺν χρόνον, ἐν καλῷ δὲ τῆσ χώρασ ἱδρυμένοσ, ὥστε καὶ χειμῶνοσ ἀπαθὲσ καὶ πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ δυσεκβίαστον ἔχειν τὸ στρατόπεδον, τῷ δὲ κρατεῖν βεβαίωσ τῆσ θαλάττησ καὶ νενικηκέναι πεζῇ τὸ καθ’ αὑτὸν ἐπ’ ἐλπίδων μεγάλων καὶ φρονήματοσ γεγονώσ. (Plutarch, Brutus, chapter 47 3:2)
- Οὐεργίνιοσ δὲ Ῥοῦφοσ ἀμφίβολοσ ὢν ἔτι φροντίδα παρεῖχε, μὴ τῷ δυνάμεωσ πολλῆσ καὶ μαχιμωτάτησ ἄρχειν προσειληφὼσ τὸ νενικηκέναι Οὐίνδικα καὶ κεχειρῶσθαι μέγα μέροσ τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ, ἐν σάλῳ γενομένην ἀποστατικῷ Γαλατίαν ἅπασαν, ὑπακούσαι τοῖσ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἀρχήν, οὐδενὸσ γὰρ ἦν ὄνομα μεῖζον, οὐδὲ εἶχε δόξαν οὐδεὶσ ὅσην ὁ Οὐεργίνιοσ, ὡσ μεγίστη ῥοπὴ τοῖσ Ῥωμαίων πράγμασι τυραννίδοσ ὁμοῦ χαλεπῆσ καὶ Γαλατικῶν πολέμων ἀπαλλαγῇ γενόμενοσ, ἀλλ’ ἐκεῖνοσ τότε τοῖσ ἐξ ἀρχῆσ ἐμμένων λογισμοῖσ ἐφύλαττε τῇ συγκλήτῳ τὴν αἱρ́εσιν τοῦ αὐτοκράτοροσ. (Plutarch, Galba, chapter 10 1:2)
- ἀγγελίαι κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἡ μὲν Ἰλλυριοὺσ ἡττᾶσθαι μάχῃ μεγάλῃ διὰ Παρμενίωνοσ, ἡ δὲ Ὀλυμπίασιν ἵππῳ κέλητι νενικηκέναι, τρίτη δὲ περὶ τῆσ Ἀλεξάνδρου γενέσεωσ, ἐφ’ οἷσ ἡδόμενον, ὡσ εἰκὸσ, ἔτι μᾶλλον οἱ μάντεισ ἐπῆραν ἀποφαινόμενοι τὸν παῖδα τρισὶ νίκαισ συγγεγεννημένον ἀνίκητον ἔσεσθαι. (Plutarch, Alexander, chapter 3 5:1)
- "οὐκ ἤδη σοι νενικηκέναι δοκοῦμεν ἀπηλλαγμένοι τοῦ πλανᾶσθαι καὶ διώκειν ἐν πολλῇ καὶ κατεφθαρμένῃ φυγομαχοῦντα χώρᾳ, Δαρεῖον; (Plutarch, Alexander, chapter 32 2:2)
Synonyms
-
I conquer
-
I prevail
- μαντεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰᾱτρεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰᾱτρεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰῶμαι ()
- ἡγοῦμαι (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἐργάζομαι (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἐπικρατέω (to be superior)
- ἰσχύω ( to prevail)
- περιγίγνομαι (to be superior to, to prevail over, overcome)
-
I prevail
-
I succeed
- διαδέχομαι (to succeed)
- ἐπιτυγχάνω (to succeed in)
- ἰσχύω ( to prevail)
- πρόειμι (to go on well, succeed)
- ἐπιτυγχάνω (to be successful in, to succeed, be successful)
- ἐπαρκέω (to be sufficient, to prevail)
- ἐφαιρέομαι (to be chosen to succeed)
- ἐπισχύω (to prevail, be urgent)
- ἀποβαίνω (to turn out, to turn out well, succeed)
- μεταλαμβάνω (to take after, to succeed to)
- ῥέπω ( to preponderate, prevail)
- ὑπερίσχω (to be above, to prevail over)
-
I win my cause
-