Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυαρχίς

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ναυαρχίς ναυαρχίδος

Structure: ναυαρχιδ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from nau/arxos

Sense

  1. the ship of the

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τέκτων ὁμοίωσ πηδάλιον δημιουργῶν ἡσθῆναι, πυθόμενοσ ὅτι τοῦτο τὴν Θεμιστοκλέουσ ναυαρχίδα κυβερνήσει προπολεμοῦσαν τῆσ Ἑλλάδοσ τὴν Πομ πηίου τὰ πειρατικὰ καταναυμαχοῦντοσ· (Plutarch, Maxime cum principbus philosopho esse diserendum, chapter, section 43)
  • Θεμιστοκλεῖ δὲ παρὰ τὴν ναυαρχίδα τριήρη σφαγιαζομένῳ τρεῖσ προσήχθησαν αἰχμάλωτοι, κάλλιστοι μὲν ἰδέσθαι τὴν ὄψιν, ἐσθῆσι δὲ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένοι διαπρεπῶσ. (Plutarch, , chapter 13 2:1)
  • ἣν δεξάμενοσ καὶ τοῖσ τριηράρχοισ ὁμοίωσ ἅπασι προστάξασ ἀναδοῦναι τάσ τε θεὰσ ἐπεκαλέσατο καὶ πρῶτοσ ὡρ́μησεν ἐπὶ τὴν ναυαρχίδα τριήρη· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 7 4:2)
  • τόλμῃ τε παραβόλῳ πρῶτον ὁ Κορνιφίκιοσ τὴν ναυαρχίδα τοῦ Δημοχάρουσ κατέσεισε καὶ εἷλε. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 9 10:3)

Synonyms

  1. the ship of the

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION