헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μυθολογίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μυθολογίᾱ μυθολογίας

형태분석: μυθολογι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from mu_qolo/gos

  1. 로맨스, 전설, 신화, 허구
  1. romance, fiction, legend
  2. story-telling

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μυθολογίᾱ

로맨스가

μυθολογίᾱ

로맨스들이

μυθολογίαι

로맨스들이

속격 μυθολογίᾱς

로맨스의

μυθολογίαιν

로맨스들의

μυθολογιῶν

로맨스들의

여격 μυθολογίᾱͅ

로맨스에게

μυθολογίαιν

로맨스들에게

μυθολογίαις

로맨스들에게

대격 μυθολογίᾱν

로맨스를

μυθολογίᾱ

로맨스들을

μυθολογίᾱς

로맨스들을

호격 μυθολογίᾱ

로맨스야

μυθολογίᾱ

로맨스들아

μυθολογίαι

로맨스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δευκαλίωνα ἐπὶ τούτοισ, καὶ τὴν μεγάλην ἐπ’ ἐκείνου τοῦ βίου ναυαγίαν, καὶ λάρνακα μίαν λείψανον τοῦ ἀνθρωπίνου ^ γένουσ φυλάττουσαν, καὶ ἐκ λίθων ἀνθρώπουσ πάλιν εἶτα Ιἄκχου σπαραγμὸν καὶ Ἥρασ δόλον καὶ Σεμέλησ κατάφλεξιν καὶ Διονύσου ἀμφοτέρασ τὰσ γονάσ, καὶ ὅσα περὶ Ἀθηνᾶσ καὶ ὅσα περὶ Ἡφαίστου καὶ Ἐριχθονίου, καὶ τὴν ἔριν τὴν περὶ τῆσ Ἀττικῆσ, καὶ Ἁλιρρόθιον καὶ τὴν πρώτην ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κρίσιν, καὶ ὅλωσ τὴν Ἀττικὴν πᾶσαν μυθολογίαν· (Lucian, De saltatione, (no name) 39:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 39:1)

  • πρὸσ δευτέραν Ἀπίωνι μυθολογίαν καταψεύσασθαί τινα καὶ ὁρ́κον ἡμῶν ὡσ ὀμνυόντων τὸν θεὸν τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν μηδενὶ εὐνοήσειν ἀλλοφύλῳ, μάλιστα δὲ Ἕλλησιν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 66:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 66:1)

  • οἱ δὲ καὶ τοῦτο τὸ ἔποσ διαβάλλουσι καὶ τὴν περὶ Μουνύχου μυθολογίαν, ὃν ἐκ Δημοφῶντοσ Λαοδίκησ κρύφα τεκούσησ ἐν Ἰλίῳ συνεκθρέψαι τὴν Αἴθραν λέγουσιν. (Plutarch, chapter 34 1:4)

    (플루타르코스, chapter 34 1:4)

  • τὸ μὲν γὰρ εἰσ ταῦτα τὰ ζῷα τοὺσ θεοὺσ τὸν Τυφῶνα δείσαντασ μεταβαλεῖν, οἱο͂ν ἀποκρύπτοντασ ἑαυτοὺσ σώμασιν ἴβεων καὶ κυνῶν καὶ ἱεράκων, πᾶσαν ὑπερπέπαικε τερατείαν καὶ μυθολογίαν· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 721)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 721)

  • ἔστιν δὲ τοῖσ ἁμαρτάνουσι περὶ μυθολογίαν καθαρμὸσ ἀρχαῖοσ, ὃν Ὅμηροσ μὲν οὐκ ᾔσθετο, Στησίχοροσ δέ. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 111:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 111:1)

유의어

  1. 로맨스

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION