Ancient Greek-English Dictionary Language

μουσοπόλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μουσοπόλος μουσοπόλον

Structure: μουσοπολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pole/w

Sense

  1. serving the Muses;, a tuneful
  2. a bard, minstrel, poet

Examples

  • τῶν ποδῶν ἕκαστοσ ὅλοισ ὀνόμασιν περιειλημμένοσ πάντασ ὁμοίωσ ἡγεμονικοὺσ καὶ ἀκολουθητικοὺσ ἔχει τοὺσ πόδασ, οἱο͂ν σὲ τὸν βολαῖσ νιφοκτύποισ δυσχείμερον ναίονθ’ ἕδραν, θηρονόμε Πάν, χθόν’ Ἀρκάδων κλήσω γραφῇ τῇδ’ ἐν σοφῇ πάγκλειτ’ ἔπη συνθείσ, ἄναξ, δύσγνωστα μὴ σοφῷ κλύειν, μουσοπόλε θήρ, κηρόχυτον ὃσ μείλιγμ’ ἱεῖσ, καὶ τὰ λοιπὰ τὸν αὐτὸν τρόπον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 817)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION