헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόνος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μόνος

형태분석: μον (어간) + ος (어미)

  1. 외로운, 혼자의, 외톨이의, 홀로인
  2. 유일한, 혼자의
  3. 독특한, 단독인
  1. alone, forsaken, solitary
  2. only
  3. unique

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μόνος

외로운 (이)가

μόνη

외로운 (이)가

μόνον

외로운 (것)가

속격 μόνου

외로운 (이)의

μόνης

외로운 (이)의

μόνου

외로운 (것)의

여격 μόνῳ

외로운 (이)에게

μόνῃ

외로운 (이)에게

μόνῳ

외로운 (것)에게

대격 μόνον

외로운 (이)를

μόνην

외로운 (이)를

μόνον

외로운 (것)를

호격 μόνε

외로운 (이)야

μόνη

외로운 (이)야

μόνον

외로운 (것)야

쌍수주/대/호 μόνω

외로운 (이)들이

μόνᾱ

외로운 (이)들이

μόνω

외로운 (것)들이

속/여 μόνοιν

외로운 (이)들의

μόναιν

외로운 (이)들의

μόνοιν

외로운 (것)들의

복수주격 μόνοι

외로운 (이)들이

μόναι

외로운 (이)들이

μόνα

외로운 (것)들이

속격 μόνων

외로운 (이)들의

μονῶν

외로운 (이)들의

μόνων

외로운 (것)들의

여격 μόνοις

외로운 (이)들에게

μόναις

외로운 (이)들에게

μόνοις

외로운 (것)들에게

대격 μόνους

외로운 (이)들을

μόνᾱς

외로운 (이)들을

μόνα

외로운 (것)들을

호격 μόνοι

외로운 (이)들아

μόναι

외로운 (이)들아

μόνα

외로운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 μόνος

μόνου

외로운 (이)의

μονώτερος

μονωτέρου

더 외로운 (이)의

μονώτατος

μονωτάτου

가장 외로운 (이)의

부사 μόνως

μονώτερον

μονώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺσ ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ ποτε καθὼσ ἐχθὲσ καὶ τρίτησ ἡμέρασ μετὰ δύο μόνων κορασίων καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν. (Septuagint, Liber Susanna 1:15)

    (70인역 성경, Liber Susanna 1:15)

  • εἶπον δὲ οἱ πρεσβῦται. περιπατούντων ἡμῶν ἐν τῷ παραδείσῳ μόνων, εἰσῆλθεν αὕτη μετὰ δύο παιδισκῶν καὶ ἀπέκλεισε τὰσ θύρασ τοῦ παραδείσου καὶ ἀπέλυσε τὰσ παιδίσκασ. (Septuagint, Liber Susanna 1:36)

    (70인역 성경, Liber Susanna 1:36)

  • ἓν τοῦτο, ὦ Ἑρμῆ, πεῖσον αὐτάσ, μὴ χαλεπῶσ ἔχειν μοι τὰσ δύο τὰσ νενικημένασ, ἀλλὰ μόνων τῶν ὀφθαλμῶν ἡγεῖσθαι τὴν διαμαρτίαν. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:1)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 9:1)

  • περιρρεῖσθαι δὲ τὴν χώραν αὐτοῦ ποταμοῖσ μεγάλοισ τε καὶ φοβεροῖσ καὶ ἐκ μόνων τῶν ὀνομάτων Κωκυτοὶ γὰρ καὶ Πυριφλεγέθοντεσ καὶ τὰ τοιαῦτα κέκληνται. (Lucian, (no name) 3:1)

    (루키아노스, (no name) 3:1)

  • ὡσ εἴ γε τὸ κεκτῆσθαι τὰ βιβλία καὶ πεπαιδευμένον ἀπέφαινε τὸν ἔχοντα, πολλοῦ ἂν ὡσ ἀληθῶσ τὸ κτῆμα ἦν ἄξιον καὶ μόνων ὑμῶν τῶν πλουσίων, εἰ ὥσπερ ἐξ ἀγορᾶσ ἦν πριάσθαι τοὺσ πένητασ ἡμᾶσ ὑπερβάλλοντασ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 4:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 4:6)

유의어

  1. 외로운

  2. 유일한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION