- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόνως?

부사; 로마알파벳 전사: monōs 고전 발음: [모노:] 신약 발음: [모노]

기본형: μόνως

어원: v. μόνος B.

  1. adverb of μόνος ‎(mónos)

예문

  • μόνως γὰρ ἂν οὕτως κρατήσειας. (Lucian, De mercede, (no name) 12:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 12:5)

  • μόνως γὰρ οὕτως, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μόνως καὶ τοὺς ἄλλους ποιήσετε βελτίους, ἐὰν τοὺς ἐνδόξους τῶν πονηρῶν ἐξελέγξαντες κολάσητε τῶν ἀδικημάτων ἀξίως. (Dinarchus, Speeches, 32:1)

    (디나르코스, 연설, 32:1)

  • ἐκ γὰρ τούτων οὐδενὸς ἀνθρώπων βίος ἐξαρκέσειεν ἂν ὡς ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν καὶ ἕκαστον ἀκριβῶς ἐπιδεῖν καὶ ἐπιδόντα κρῖναι καὶ κρίναντα ἑλέσθαι καὶ ἑλόμενον φιλοσοφῆσαι, μόνως γὰρ δὴ οὕτως εὑρεθῆναι φὴς τἀληθές, ἄλλως δὲ οὔ. (Lucian, 132:3)

    (루키아노스, 132:3)

  • ἀξιοῖς γὰρ τὸν φιλοσοφήσειν μέλλοντα ἑλέσθαι πρῶτον φιλοσοφίαν τὴν ἀρίστην, ἡ δὲ αἱρ´εσις οὕτως σοι ἐδόκει μόνως ἀκριβὴς ἂν γενέσθαι, εἰ διὰ πάσης φιλοσοφίας χωρήσαντες ἑλοίμεθα τὴν ἀληθεστάτην. (Lucian, 137:3)

    (루키아노스, 137:3)

유의어

  1. adverb of μόνος ‎

관련어

명사

형용사

동사

부사

접속사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION