Ancient Greek-English Dictionary Language

μοναχός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μοναχός μοναχή μοναχόν

Structure: μοναχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mo/nos

Sense

  1. single, solitary, a monk

Examples

  • ἔτι ὕδωρ μὲν μοναχῶσ ὠφέλιμον κατὰ θίξιν λουσαμένοισ ἢ νιψαμένοισ, τὸ δὲ πῦρ διὰ πάσησ αἰσθήσεωσ· (Plutarch, Aquane an ignis sit utilior, chapter, section 10 2:1)
  • "καὶ πάλιν ὁ μὲν τῶν ἓξ ἅπαξ τοῦτο ποιεῖ καὶ μοναχῶσ αὐτὸσ ἀφ’ ἑαυτοῦ τετράγωνοσ γιγνόμενοσ· (Plutarch, De E apud Delphos, section 814)
  • δεινότησ δὲ γίνεται κατὰ γνώμην μοναχῶσ, εἰ δέ τισ κατ’ ἄλλο τι οἰέται, πλεῖστον διαμαρτάνει. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • ὅθεν ἕκαστον ὧν πράττομεν ἀεὶ μοναχῶσ μὲν κατορθοῦται πλεοναχῶσ δ’ ἁμαρτάνεται· (Plutarch, De virtute morali, section 5 8:4)
  • ὅθεν ἕκαστον ὧν πράττομεν ἀεὶ μοναχῶσ μὲν κατορθοῦται πλεοναχῶσ δ’ ἁμαρτάνεται· (Plutarch, De virtute morali, section 5 4:3)

Synonyms

  1. single

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION