Ancient Greek-English Dictionary Language

μοναρχία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μοναρχία μοναρχίας

Structure: μοναρχι (Stem) + α (Ending)

Etym.: from monarxe/w

Sense

  1. monarchy

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Κορνήλιον δὲ Σύλλαν ἐκ τῶν Νικοπόλεωσ τῆσ ἑταίρασ ἀναλαβοῦσα καὶ βαστάσασα κόλπων ὑψηλότερον τῶν Κιμβρικῶν Μαρίου θριάμβων καὶ τῶν ἑπτὰ ὑπατειῶν ἐπιτίθησι μοναρχίαισ καὶ δικτατωρίαισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 4:2)
  • ἑταίρασ ἀναλαβοῦσα καὶ βαστάσασα κόλπων, ὑψηλότερον τῶν Κιμβρικῶν Μαρίου θριάμβων καὶ τῶν ἑπτὰ ὑπατειῶν ἐπιτίθησι μοναρχίαισ καὶ δικτατωρίαισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 12:2)
  • οἱ μὲν γὰρ μοναρχίαισ, οἱ δὲ ταῖσ ὀλίγων δυναστείαισ, ἄλλοι δὲ τοῖσ πλήθεσιν ἐπέτρεψαν τὴν ἐξουσίαν τῶν πολιτευμάτων. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 115:2)
  • καὶ ἔστιν ἀντίστροφοσ αὕτη ἐν ταῖσ ὀλιγαρχίαισ ὥσπερ ἡ τυραννὶσ ἐν ταῖσ μοναρχίαισ, καὶ περὶ ἧσ τελευταίασ εἴπαμεν δημοκρατίασ ἐν ταῖσ δημοκρατίαισ· (Aristotle, Politics, Book 4 91:1)
  • διά τε γὰρ ἀδικίαν καὶ διὰ φόβον καὶ διὰ καταφρόνησιν ἐπιτίθενται πολλοὶ τῶν ἀρχομένων ταῖσ μοναρχίαισ, τῆσ δὲ ἀδικίασ μάλιστα δι’ ὕβριν, ἐνίοτε δὲ καὶ διὰ τὴν τῶν ἰδίων στέρησιν. (Aristotle, Politics, Book 5 227:1)

Synonyms

  1. monarchy

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION