헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μηχανικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μηχανικός μηχανικά̄ μηχανικόν

형태분석: μηχανικ (어간) + ος (어미)

  1. 영리한, 솜씨좋은, 능숙한
  1. ingenious, resourceful
  2. of or pertaining to machines, mechanical

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μηχανικός

영리한 (이)가

μηχανική

영리한 (이)가

μηχανικόν

영리한 (것)가

속격 μηχανικοῦ

영리한 (이)의

μηχανικῆς

영리한 (이)의

μηχανικοῦ

영리한 (것)의

여격 μηχανικῷ

영리한 (이)에게

μηχανικῇ

영리한 (이)에게

μηχανικῷ

영리한 (것)에게

대격 μηχανικόν

영리한 (이)를

μηχανικήν

영리한 (이)를

μηχανικόν

영리한 (것)를

호격 μηχανικέ

영리한 (이)야

μηχανική

영리한 (이)야

μηχανικόν

영리한 (것)야

쌍수주/대/호 μηχανικώ

영리한 (이)들이

μηχανικᾱ́

영리한 (이)들이

μηχανικώ

영리한 (것)들이

속/여 μηχανικοῖν

영리한 (이)들의

μηχανικαῖν

영리한 (이)들의

μηχανικοῖν

영리한 (것)들의

복수주격 μηχανικοί

영리한 (이)들이

μηχανικαί

영리한 (이)들이

μηχανικά

영리한 (것)들이

속격 μηχανικῶν

영리한 (이)들의

μηχανικῶν

영리한 (이)들의

μηχανικῶν

영리한 (것)들의

여격 μηχανικοῖς

영리한 (이)들에게

μηχανικαῖς

영리한 (이)들에게

μηχανικοῖς

영리한 (것)들에게

대격 μηχανικούς

영리한 (이)들을

μηχανικᾱ́ς

영리한 (이)들을

μηχανικά

영리한 (것)들을

호격 μηχανικοί

영리한 (이)들아

μηχανικαί

영리한 (이)들아

μηχανικά

영리한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἄλλωσ ἱστορίαν ἐπιδείκνυσθαι βουλόμενοσ ἐπεμνήσθην αὐτῶν, ἀλλ’ ὅτι καὶ τῶν μηχανικῶν ἐκείνουσ ἄξιον θαυμάζειν, ὁπόσοι ἐν τῇ θεωρίᾳ λαμπροὶ γενόμενοι καὶ μνημόσυνα ὅμωσ τῆσ τέχνησ καὶ παραδείγματα τοῖσ μετ’ αὐτοὺσ κατέλιπον· (Lucian, (no name) 2:2)

    (루키아노스, (no name) 2:2)

  • καὶ Θαλῆσ δὲ ὁ Μιλήσιοσ πρὸ αὐτῶν ὑποσχόμενοσ Κροίσῳ ἄβροχον διαβιβάσειν τὸν στρατὸν ἐπινοίᾳ κατόπιν τοῦ στρατοπέδου μιᾷ νυκτὶ τὸν Ἅλυν περιήγαγεν, οὐ μηχανικὸσ οὗτοσ γενόμενοσ, σοφὸσ δὲ καὶ ἐπινοῆσαι καὶ συνεῖναι πιθανώτατοσ. (Lucian, (no name) 2:5)

    (루키아노스, (no name) 2:5)

  • καίτοι τῶν γε ἄλλων ἕκαστοσ ἕν τι τῆσ ἐπιστήμησ ἔργον ἀποτεμόμενοσ ἐν ἐκείνῳ εὐδοκιμήσασ εἶναί τισ ὅμωσ ἔδοξεν, ὁ δὲ μηχανικῶν τε ὢν τὰ πρῶτα καὶ γεωμετρικῶν, ἔτι δὲ ἁρμονικῶν καὶ μουσικῶν φαίνεται, καὶ ὅμωσ ἕκαστον τούτων οὕτωσ ἐντελῶσ δείκνυσιν ὡσ ἓν αὐτὸ μόνον ἐπιστάμενοσ. (Lucian, (no name) 3:3)

    (루키아노스, (no name) 3:3)

  • ὡσ δὲ περὶ τὸν καθελκυσμὸν αὐτοῦ τὸν εἰσ τὴν θάλασσαν πολλὴ ζήτησισ ἦν, Ἀρχιμήδησ ὁ μηχανικὸσ μόνοσ αὐτὸ κατήγαγε δι’ ὀλίγων σωμάτων, κατασκευάσασ γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῦτον σκάφοσ εἰσ τὴν θάλασσαν κατήγαγε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 40 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 40 3:2)

  • κατήγαγε δ’ αὐτὸν ἐπὶ θάλατταν Φιλέασ ὁ Ταυρομενίτησ μηχανικόσ, ἡ δὲ ἀντλία καίπερ βάθοσ ὑπερβάλλον ἔχουσα δι’ ἑνὸσ ἀνδρὸσ ἐξηντλεῖτο διὰ κοχλίου, Ἀρχιμήδουσ ἐξευρόντοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 43 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 43 4:1)

유의어

  1. 영리한

  2. of or pertaining to machines

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION