헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετοικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετοικέω μετοικήσω

형태분석: μετ (접두사) + οἰκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 개척하다, 정착하다
  1. to change one's abode, remove to, to settle in
  2. to be a me/toikos or settler, reside in a foreign city

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοίκω

(나는) 개척한다

μετοίκεις

(너는) 개척한다

μετοίκει

(그는) 개척한다

쌍수 μετοίκειτον

(너희 둘은) 개척한다

μετοίκειτον

(그 둘은) 개척한다

복수 μετοίκουμεν

(우리는) 개척한다

μετοίκειτε

(너희는) 개척한다

μετοίκουσιν*

(그들은) 개척한다

접속법단수 μετοίκω

(나는) 개척하자

μετοίκῃς

(너는) 개척하자

μετοίκῃ

(그는) 개척하자

쌍수 μετοίκητον

(너희 둘은) 개척하자

μετοίκητον

(그 둘은) 개척하자

복수 μετοίκωμεν

(우리는) 개척하자

μετοίκητε

(너희는) 개척하자

μετοίκωσιν*

(그들은) 개척하자

기원법단수 μετοίκοιμι

(나는) 개척하기를 (바라다)

μετοίκοις

(너는) 개척하기를 (바라다)

μετοίκοι

(그는) 개척하기를 (바라다)

쌍수 μετοίκοιτον

(너희 둘은) 개척하기를 (바라다)

μετοικοίτην

(그 둘은) 개척하기를 (바라다)

복수 μετοίκοιμεν

(우리는) 개척하기를 (바라다)

μετοίκοιτε

(너희는) 개척하기를 (바라다)

μετοίκοιεν

(그들은) 개척하기를 (바라다)

명령법단수 μετοῖκει

(너는) 개척해라

μετοικεῖτω

(그는) 개척해라

쌍수 μετοίκειτον

(너희 둘은) 개척해라

μετοικεῖτων

(그 둘은) 개척해라

복수 μετοίκειτε

(너희는) 개척해라

μετοικοῦντων, μετοικεῖτωσαν

(그들은) 개척해라

부정사 μετοίκειν

개척하는 것

분사 남성여성중성
μετοικων

μετοικουντος

μετοικουσα

μετοικουσης

μετοικουν

μετοικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοίκουμαι

(나는) 개척된다

μετοίκει, μετοίκῃ

(너는) 개척된다

μετοίκειται

(그는) 개척된다

쌍수 μετοίκεισθον

(너희 둘은) 개척된다

μετοίκεισθον

(그 둘은) 개척된다

복수 μετοικοῦμεθα

(우리는) 개척된다

μετοίκεισθε

(너희는) 개척된다

μετοίκουνται

(그들은) 개척된다

접속법단수 μετοίκωμαι

(나는) 개척되자

μετοίκῃ

(너는) 개척되자

μετοίκηται

(그는) 개척되자

쌍수 μετοίκησθον

(너희 둘은) 개척되자

μετοίκησθον

(그 둘은) 개척되자

복수 μετοικώμεθα

(우리는) 개척되자

μετοίκησθε

(너희는) 개척되자

μετοίκωνται

(그들은) 개척되자

기원법단수 μετοικοίμην

(나는) 개척되기를 (바라다)

μετοίκοιο

(너는) 개척되기를 (바라다)

μετοίκοιτο

(그는) 개척되기를 (바라다)

쌍수 μετοίκοισθον

(너희 둘은) 개척되기를 (바라다)

μετοικοίσθην

(그 둘은) 개척되기를 (바라다)

복수 μετοικοίμεθα

(우리는) 개척되기를 (바라다)

μετοίκοισθε

(너희는) 개척되기를 (바라다)

μετοίκοιντο

(그들은) 개척되기를 (바라다)

명령법단수 μετοίκου

(너는) 개척되어라

μετοικεῖσθω

(그는) 개척되어라

쌍수 μετοίκεισθον

(너희 둘은) 개척되어라

μετοικεῖσθων

(그 둘은) 개척되어라

복수 μετοίκεισθε

(너희는) 개척되어라

μετοικεῖσθων, μετοικεῖσθωσαν

(그들은) 개척되어라

부정사 μετοίκεισθαι

개척되는 것

분사 남성여성중성
μετοικουμενος

μετοικουμενου

μετοικουμενη

μετοικουμενης

μετοικουμενον

μετοικουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετῷκουν

(나는) 개척하고 있었다

μετῷκεις

(너는) 개척하고 있었다

μετῷκειν*

(그는) 개척하고 있었다

쌍수 μετῴκειτον

(너희 둘은) 개척하고 있었다

μετῳκεῖτην

(그 둘은) 개척하고 있었다

복수 μετῴκουμεν

(우리는) 개척하고 있었다

μετῴκειτε

(너희는) 개척하고 있었다

μετῷκουν

(그들은) 개척하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετῳκοῦμην

(나는) 개척되고 있었다

μετῴκου

(너는) 개척되고 있었다

μετῴκειτο

(그는) 개척되고 있었다

쌍수 μετῴκεισθον

(너희 둘은) 개척되고 있었다

μετῳκεῖσθην

(그 둘은) 개척되고 있었다

복수 μετῳκοῦμεθα

(우리는) 개척되고 있었다

μετῴκεισθε

(너희는) 개척되고 있었다

μετῴκουντο

(그들은) 개척되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὸσ οὕτω κατασκηνῶν οὐ μὴν ἐπὶ τῇ τῶν βαρβάρων εὐνοίᾳ τὸ πᾶν ἐποιήσατο, Ῥωμαίων δὲ τῶν αὐτόθι μετοικούντων τοὺσ ἐν ἡλικίᾳ καθοπλίσασ, μηχανάσ τε παντοδαπὰσ καὶ ναυπηγίασ τριήρων ὑποβαλόμενοσ, διὰ χειρὸσ εἶχε τὰσ πόλεισ, ἥμεροσ μὲν ὢν ἐν ταῖσ εἰρηνικαῖσ χρείαισ, φοβερὸσ δὲ τῇ παρασκευῇ κατὰ τῶν πολεμίων φαινόμενοσ. (Plutarch, Sertorius, chapter 6 5:1)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 6 5:1)

  • ἀργύριον δὲ μὴ ἐξεῖναι ἐκδοῦναι Ἀθηναίων καὶ τῶν μετοίκων τῶν Ἀθήνησι μετοικούντων μηδενί, μηδὲ ὧν οὗτοι κύριοί εἰσιν, εἰσ ναῦν ἥτισ ἂν μὴ μέλλῃ ἄξειν σῖτον Ἀθήναζε, καὶ τἄλλα τὰ γεγραμμένα περὶ ἑκάστου αὐτῶν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 77:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 77:1)

  • τὸ δὲ τρίτον δημιουργοῖσ τε καὶ πάντωσ τοῖσ ξένοισ, οἵ τέ τινεσ αὖ τῶν μετοικούντων ὦσι συνοικοῦντεσ τροφῆσ ἀναγκαίου δεόμενοι, καὶ ὅσοι χρείᾳ τινὶ πόλεωσ ἤ τινοσ ἰδιωτῶν εἰσαφικνοῦνται ἑκάστοτε, πάντων τῶν ἀναγκαίων ἀπονεμηθὲν τρίτον μέροσ ὤνιον ἐξ ἀνάγκησ ἔστω τοῦτο μόνον, τῶν δὲ δύο μερῶν μηδὲν ἐπάναγκεσ ἔστω πωλεῖν. (Plato, Laws, book 8 132:1)

    (플라톤, Laws, book 8 132:1)

  • μόνοι δὲ Ἀντιοχεῖσ καὶ Σιδώνιοι καὶ Ἀπαμεῖσ ἐφείσαντο τῶν μετοικούντων καὶ οὔτε ἀνελεῖν τινασ Ιοὐδαίων ὑπέμειναν οὔτε δῆσαι, τάχα μὲν καὶ διὰ τὸ σφέτερον πλῆθοσ ὑπερορῶντεσ αὐτῶν πρὸσ τὰ κινήματα, τὸ πλέον δὲ ἔμοιγε δοκεῖν οἴκτῳ πρὸσ οὓσ οὐδὲν ἑώρων νεωτερίζοντασ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 605:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 605:1)

유의어

  1. 개척하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION