헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταπορεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταπορεύομαι μεταπορεύσομαι μετεπορεύθην

형태분석: μετα (접두사) + πορεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 따라가다, 뒤따르다, 좇다
  2. 뒤쫓다, 추적하다, 쫓다
  1. to go after, follow up
  2. to pursue, punish

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταπορεύομαι

(나는) 따라간다

μεταπορεύει, μεταπορεύῃ

(너는) 따라간다

μεταπορεύεται

(그는) 따라간다

쌍수 μεταπορεύεσθον

(너희 둘은) 따라간다

μεταπορεύεσθον

(그 둘은) 따라간다

복수 μεταπορευόμεθα

(우리는) 따라간다

μεταπορεύεσθε

(너희는) 따라간다

μεταπορεύονται

(그들은) 따라간다

접속법단수 μεταπορεύωμαι

(나는) 따라가자

μεταπορεύῃ

(너는) 따라가자

μεταπορεύηται

(그는) 따라가자

쌍수 μεταπορεύησθον

(너희 둘은) 따라가자

μεταπορεύησθον

(그 둘은) 따라가자

복수 μεταπορευώμεθα

(우리는) 따라가자

μεταπορεύησθε

(너희는) 따라가자

μεταπορεύωνται

(그들은) 따라가자

기원법단수 μεταπορευοίμην

(나는) 따라가기를 (바라다)

μεταπορεύοιο

(너는) 따라가기를 (바라다)

μεταπορεύοιτο

(그는) 따라가기를 (바라다)

쌍수 μεταπορεύοισθον

(너희 둘은) 따라가기를 (바라다)

μεταπορευοίσθην

(그 둘은) 따라가기를 (바라다)

복수 μεταπορευοίμεθα

(우리는) 따라가기를 (바라다)

μεταπορεύοισθε

(너희는) 따라가기를 (바라다)

μεταπορεύοιντο

(그들은) 따라가기를 (바라다)

명령법단수 μεταπορεύου

(너는) 따라가라

μεταπορευέσθω

(그는) 따라가라

쌍수 μεταπορεύεσθον

(너희 둘은) 따라가라

μεταπορευέσθων

(그 둘은) 따라가라

복수 μεταπορεύεσθε

(너희는) 따라가라

μεταπορευέσθων, μεταπορευέσθωσαν

(그들은) 따라가라

부정사 μεταπορεύεσθαι

따라가는 것

분사 남성여성중성
μεταπορευομενος

μεταπορευομενου

μεταπορευομενη

μεταπορευομενης

μεταπορευομενον

μεταπορευομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταπορεύσομαι

(나는) 따라가겠다

μεταπορεύσει, μεταπορεύσῃ

(너는) 따라가겠다

μεταπορεύσεται

(그는) 따라가겠다

쌍수 μεταπορεύσεσθον

(너희 둘은) 따라가겠다

μεταπορεύσεσθον

(그 둘은) 따라가겠다

복수 μεταπορευσόμεθα

(우리는) 따라가겠다

μεταπορεύσεσθε

(너희는) 따라가겠다

μεταπορεύσονται

(그들은) 따라가겠다

기원법단수 μεταπορευσοίμην

(나는) 따라가겠기를 (바라다)

μεταπορεύσοιο

(너는) 따라가겠기를 (바라다)

μεταπορεύσοιτο

(그는) 따라가겠기를 (바라다)

쌍수 μεταπορεύσοισθον

(너희 둘은) 따라가겠기를 (바라다)

μεταπορευσοίσθην

(그 둘은) 따라가겠기를 (바라다)

복수 μεταπορευσοίμεθα

(우리는) 따라가겠기를 (바라다)

μεταπορεύσοισθε

(너희는) 따라가겠기를 (바라다)

μεταπορεύσοιντο

(그들은) 따라가겠기를 (바라다)

부정사 μεταπορεύσεσθαι

따라갈 것

분사 남성여성중성
μεταπορευσομενος

μεταπορευσομενου

μεταπορευσομενη

μεταπορευσομενης

μεταπορευσομενον

μεταπορευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεπορευόμην

(나는) 따라가고 있었다

μετεπορεύου

(너는) 따라가고 있었다

μετεπορεύετο

(그는) 따라가고 있었다

쌍수 μετεπορεύεσθον

(너희 둘은) 따라가고 있었다

μετεπορευέσθην

(그 둘은) 따라가고 있었다

복수 μετεπορευόμεθα

(우리는) 따라가고 있었다

μετεπορεύεσθε

(너희는) 따라가고 있었다

μετεπορεύοντο

(그들은) 따라가고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σμικρότερα μὲν τῶν ἠθῶν μεταβάλλοντα ἐλάττω κατὰ τὸ τῆσ χώρασ ἐπίπεδον μεταπορεύεται, πλείω δὲ καὶ ἀδικώτερα μεταπεσόντα, εἰσ βάθοσ τά τε κάτω λεγόμενα τῶν τόπων, ὅσα Αἵδην τε καὶ τὰ τούτων ἐχόμενα τῶν ὀνομάτων ἐπονομάζοντεσ σφόδρα φοβοῦνται καὶ ὀνειροπολοῦσιν ζῶντεσ διαλυθέντεσ τε τῶν σωμάτων. (Plato, Laws, book 10 120:4)

    (플라톤, Laws, book 10 120:4)

유의어

  1. 따라가다

  2. 뒤쫓다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION