Ancient Greek-English Dictionary Language

μετακινέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετακινέω μετακινήσω

Structure: μετακινέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to transpose, shift, remove, to go from one place to another
  2. to change, alter

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακινῶ μετακινεῖς μετακινεῖ
Dual μετακινεῖτον μετακινεῖτον
Plural μετακινοῦμεν μετακινεῖτε μετακινοῦσιν*
SubjunctiveSingular μετακινῶ μετακινῇς μετακινῇ
Dual μετακινῆτον μετακινῆτον
Plural μετακινῶμεν μετακινῆτε μετακινῶσιν*
OptativeSingular μετακινοῖμι μετακινοῖς μετακινοῖ
Dual μετακινοῖτον μετακινοίτην
Plural μετακινοῖμεν μετακινοῖτε μετακινοῖεν
ImperativeSingular μετακίνει μετακινείτω
Dual μετακινεῖτον μετακινείτων
Plural μετακινεῖτε μετακινούντων, μετακινείτωσαν
Infinitive μετακινεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακινων μετακινουντος μετακινουσα μετακινουσης μετακινουν μετακινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακινοῦμαι μετακινεῖ, μετακινῇ μετακινεῖται
Dual μετακινεῖσθον μετακινεῖσθον
Plural μετακινούμεθα μετακινεῖσθε μετακινοῦνται
SubjunctiveSingular μετακινῶμαι μετακινῇ μετακινῆται
Dual μετακινῆσθον μετακινῆσθον
Plural μετακινώμεθα μετακινῆσθε μετακινῶνται
OptativeSingular μετακινοίμην μετακινοῖο μετακινοῖτο
Dual μετακινοῖσθον μετακινοίσθην
Plural μετακινοίμεθα μετακινοῖσθε μετακινοῖντο
ImperativeSingular μετακινοῦ μετακινείσθω
Dual μετακινεῖσθον μετακινείσθων
Plural μετακινεῖσθε μετακινείσθων, μετακινείσθωσαν
Infinitive μετακινεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακινουμενος μετακινουμενου μετακινουμενη μετακινουμενης μετακινουμενον μετακινουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακινήσω μετακινήσεις μετακινήσει
Dual μετακινήσετον μετακινήσετον
Plural μετακινήσομεν μετακινήσετε μετακινήσουσιν*
OptativeSingular μετακινήσοιμι μετακινήσοις μετακινήσοι
Dual μετακινήσοιτον μετακινησοίτην
Plural μετακινήσοιμεν μετακινήσοιτε μετακινήσοιεν
Infinitive μετακινήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακινησων μετακινησοντος μετακινησουσα μετακινησουσης μετακινησον μετακινησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακινήσομαι μετακινήσει, μετακινήσῃ μετακινήσεται
Dual μετακινήσεσθον μετακινήσεσθον
Plural μετακινησόμεθα μετακινήσεσθε μετακινήσονται
OptativeSingular μετακινησοίμην μετακινήσοιο μετακινήσοιτο
Dual μετακινήσοισθον μετακινησοίσθην
Plural μετακινησοίμεθα μετακινήσοισθε μετακινήσοιντο
Infinitive μετακινήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακινησομενος μετακινησομενου μετακινησομενη μετακινησομενης μετακινησομενον μετακινησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to transpose

  2. to change

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION