헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταφράζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταφράζω μεταφράσω

형태분석: μετα (접두사) + φράζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 번역하다, 해석하다, 옮기다
  1. to paraphrase, to translate
  2. to consider after

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφράζω

(나는) 번역한다

μεταφράζεις

(너는) 번역한다

μεταφράζει

(그는) 번역한다

쌍수 μεταφράζετον

(너희 둘은) 번역한다

μεταφράζετον

(그 둘은) 번역한다

복수 μεταφράζομεν

(우리는) 번역한다

μεταφράζετε

(너희는) 번역한다

μεταφράζουσιν*

(그들은) 번역한다

접속법단수 μεταφράζω

(나는) 번역하자

μεταφράζῃς

(너는) 번역하자

μεταφράζῃ

(그는) 번역하자

쌍수 μεταφράζητον

(너희 둘은) 번역하자

μεταφράζητον

(그 둘은) 번역하자

복수 μεταφράζωμεν

(우리는) 번역하자

μεταφράζητε

(너희는) 번역하자

μεταφράζωσιν*

(그들은) 번역하자

기원법단수 μεταφράζοιμι

(나는) 번역하기를 (바라다)

μεταφράζοις

(너는) 번역하기를 (바라다)

μεταφράζοι

(그는) 번역하기를 (바라다)

쌍수 μεταφράζοιτον

(너희 둘은) 번역하기를 (바라다)

μεταφραζοίτην

(그 둘은) 번역하기를 (바라다)

복수 μεταφράζοιμεν

(우리는) 번역하기를 (바라다)

μεταφράζοιτε

(너희는) 번역하기를 (바라다)

μεταφράζοιεν

(그들은) 번역하기를 (바라다)

명령법단수 μεταφράζε

(너는) 번역해라

μεταφραζέτω

(그는) 번역해라

쌍수 μεταφράζετον

(너희 둘은) 번역해라

μεταφραζέτων

(그 둘은) 번역해라

복수 μεταφράζετε

(너희는) 번역해라

μεταφραζόντων, μεταφραζέτωσαν

(그들은) 번역해라

부정사 μεταφράζειν

번역하는 것

분사 남성여성중성
μεταφραζων

μεταφραζοντος

μεταφραζουσα

μεταφραζουσης

μεταφραζον

μεταφραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφράζομαι

(나는) 번역된다

μεταφράζει, μεταφράζῃ

(너는) 번역된다

μεταφράζεται

(그는) 번역된다

쌍수 μεταφράζεσθον

(너희 둘은) 번역된다

μεταφράζεσθον

(그 둘은) 번역된다

복수 μεταφραζόμεθα

(우리는) 번역된다

μεταφράζεσθε

(너희는) 번역된다

μεταφράζονται

(그들은) 번역된다

접속법단수 μεταφράζωμαι

(나는) 번역되자

μεταφράζῃ

(너는) 번역되자

μεταφράζηται

(그는) 번역되자

쌍수 μεταφράζησθον

(너희 둘은) 번역되자

μεταφράζησθον

(그 둘은) 번역되자

복수 μεταφραζώμεθα

(우리는) 번역되자

μεταφράζησθε

(너희는) 번역되자

μεταφράζωνται

(그들은) 번역되자

기원법단수 μεταφραζοίμην

(나는) 번역되기를 (바라다)

μεταφράζοιο

(너는) 번역되기를 (바라다)

μεταφράζοιτο

(그는) 번역되기를 (바라다)

쌍수 μεταφράζοισθον

(너희 둘은) 번역되기를 (바라다)

μεταφραζοίσθην

(그 둘은) 번역되기를 (바라다)

복수 μεταφραζοίμεθα

(우리는) 번역되기를 (바라다)

μεταφράζοισθε

(너희는) 번역되기를 (바라다)

μεταφράζοιντο

(그들은) 번역되기를 (바라다)

명령법단수 μεταφράζου

(너는) 번역되어라

μεταφραζέσθω

(그는) 번역되어라

쌍수 μεταφράζεσθον

(너희 둘은) 번역되어라

μεταφραζέσθων

(그 둘은) 번역되어라

복수 μεταφράζεσθε

(너희는) 번역되어라

μεταφραζέσθων, μεταφραζέσθωσαν

(그들은) 번역되어라

부정사 μεταφράζεσθαι

번역되는 것

분사 남성여성중성
μεταφραζομενος

μεταφραζομενου

μεταφραζομενη

μεταφραζομενης

μεταφραζομενον

μεταφραζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφράσω

(나는) 번역하겠다

μεταφράσεις

(너는) 번역하겠다

μεταφράσει

(그는) 번역하겠다

쌍수 μεταφράσετον

(너희 둘은) 번역하겠다

μεταφράσετον

(그 둘은) 번역하겠다

복수 μεταφράσομεν

(우리는) 번역하겠다

μεταφράσετε

(너희는) 번역하겠다

μεταφράσουσιν*

(그들은) 번역하겠다

기원법단수 μεταφράσοιμι

(나는) 번역하겠기를 (바라다)

μεταφράσοις

(너는) 번역하겠기를 (바라다)

μεταφράσοι

(그는) 번역하겠기를 (바라다)

쌍수 μεταφράσοιτον

(너희 둘은) 번역하겠기를 (바라다)

μεταφρασοίτην

(그 둘은) 번역하겠기를 (바라다)

복수 μεταφράσοιμεν

(우리는) 번역하겠기를 (바라다)

μεταφράσοιτε

(너희는) 번역하겠기를 (바라다)

μεταφράσοιεν

(그들은) 번역하겠기를 (바라다)

부정사 μεταφράσειν

번역할 것

분사 남성여성중성
μεταφρασων

μεταφρασοντος

μεταφρασουσα

μεταφρασουσης

μεταφρασον

μεταφρασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφράσομαι

(나는) 번역되겠다

μεταφράσει, μεταφράσῃ

(너는) 번역되겠다

μεταφράσεται

(그는) 번역되겠다

쌍수 μεταφράσεσθον

(너희 둘은) 번역되겠다

μεταφράσεσθον

(그 둘은) 번역되겠다

복수 μεταφρασόμεθα

(우리는) 번역되겠다

μεταφράσεσθε

(너희는) 번역되겠다

μεταφράσονται

(그들은) 번역되겠다

기원법단수 μεταφρασοίμην

(나는) 번역되겠기를 (바라다)

μεταφράσοιο

(너는) 번역되겠기를 (바라다)

μεταφράσοιτο

(그는) 번역되겠기를 (바라다)

쌍수 μεταφράσοισθον

(너희 둘은) 번역되겠기를 (바라다)

μεταφρασοίσθην

(그 둘은) 번역되겠기를 (바라다)

복수 μεταφρασοίμεθα

(우리는) 번역되겠기를 (바라다)

μεταφράσοισθε

(너희는) 번역되겠기를 (바라다)

μεταφράσοιντο

(그들은) 번역되겠기를 (바라다)

부정사 μεταφράσεσθαι

번역될 것

분사 남성여성중성
μεταφρασομενος

μεταφρασομενου

μεταφρασομενη

μεταφρασομενης

μεταφρασομενον

μεταφρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετέφραζον

(나는) 번역하고 있었다

μετέφραζες

(너는) 번역하고 있었다

μετέφραζεν*

(그는) 번역하고 있었다

쌍수 μετεφράζετον

(너희 둘은) 번역하고 있었다

μετεφραζέτην

(그 둘은) 번역하고 있었다

복수 μετεφράζομεν

(우리는) 번역하고 있었다

μετεφράζετε

(너희는) 번역하고 있었다

μετέφραζον

(그들은) 번역하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεφραζόμην

(나는) 번역되고 있었다

μετεφράζου

(너는) 번역되고 있었다

μετεφράζετο

(그는) 번역되고 있었다

쌍수 μετεφράζεσθον

(너희 둘은) 번역되고 있었다

μετεφραζέσθην

(그 둘은) 번역되고 있었다

복수 μετεφραζόμεθα

(우리는) 번역되고 있었다

μετεφράζεσθε

(너희는) 번역되고 있었다

μετεφράζοντο

(그들은) 번역되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to consider after

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION