헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφράζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφράζω καταφράσω

형태분석: κατα (접두사) + φράζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고려하다, 숙고하다, 선언하다, 심사숙고하다, 여기다, 생각하다
  1. to declare, to consider, think upon, ponder, observed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφράζω

(나는) 고려한다

καταφράζεις

(너는) 고려한다

καταφράζει

(그는) 고려한다

쌍수 καταφράζετον

(너희 둘은) 고려한다

καταφράζετον

(그 둘은) 고려한다

복수 καταφράζομεν

(우리는) 고려한다

καταφράζετε

(너희는) 고려한다

καταφράζουσιν*

(그들은) 고려한다

접속법단수 καταφράζω

(나는) 고려하자

καταφράζῃς

(너는) 고려하자

καταφράζῃ

(그는) 고려하자

쌍수 καταφράζητον

(너희 둘은) 고려하자

καταφράζητον

(그 둘은) 고려하자

복수 καταφράζωμεν

(우리는) 고려하자

καταφράζητε

(너희는) 고려하자

καταφράζωσιν*

(그들은) 고려하자

기원법단수 καταφράζοιμι

(나는) 고려하기를 (바라다)

καταφράζοις

(너는) 고려하기를 (바라다)

καταφράζοι

(그는) 고려하기를 (바라다)

쌍수 καταφράζοιτον

(너희 둘은) 고려하기를 (바라다)

καταφραζοίτην

(그 둘은) 고려하기를 (바라다)

복수 καταφράζοιμεν

(우리는) 고려하기를 (바라다)

καταφράζοιτε

(너희는) 고려하기를 (바라다)

καταφράζοιεν

(그들은) 고려하기를 (바라다)

명령법단수 καταφράζε

(너는) 고려해라

καταφραζέτω

(그는) 고려해라

쌍수 καταφράζετον

(너희 둘은) 고려해라

καταφραζέτων

(그 둘은) 고려해라

복수 καταφράζετε

(너희는) 고려해라

καταφραζόντων, καταφραζέτωσαν

(그들은) 고려해라

부정사 καταφράζειν

고려하는 것

분사 남성여성중성
καταφραζων

καταφραζοντος

καταφραζουσα

καταφραζουσης

καταφραζον

καταφραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφράζομαι

(나는) 고려된다

καταφράζει, καταφράζῃ

(너는) 고려된다

καταφράζεται

(그는) 고려된다

쌍수 καταφράζεσθον

(너희 둘은) 고려된다

καταφράζεσθον

(그 둘은) 고려된다

복수 καταφραζόμεθα

(우리는) 고려된다

καταφράζεσθε

(너희는) 고려된다

καταφράζονται

(그들은) 고려된다

접속법단수 καταφράζωμαι

(나는) 고려되자

καταφράζῃ

(너는) 고려되자

καταφράζηται

(그는) 고려되자

쌍수 καταφράζησθον

(너희 둘은) 고려되자

καταφράζησθον

(그 둘은) 고려되자

복수 καταφραζώμεθα

(우리는) 고려되자

καταφράζησθε

(너희는) 고려되자

καταφράζωνται

(그들은) 고려되자

기원법단수 καταφραζοίμην

(나는) 고려되기를 (바라다)

καταφράζοιο

(너는) 고려되기를 (바라다)

καταφράζοιτο

(그는) 고려되기를 (바라다)

쌍수 καταφράζοισθον

(너희 둘은) 고려되기를 (바라다)

καταφραζοίσθην

(그 둘은) 고려되기를 (바라다)

복수 καταφραζοίμεθα

(우리는) 고려되기를 (바라다)

καταφράζοισθε

(너희는) 고려되기를 (바라다)

καταφράζοιντο

(그들은) 고려되기를 (바라다)

명령법단수 καταφράζου

(너는) 고려되어라

καταφραζέσθω

(그는) 고려되어라

쌍수 καταφράζεσθον

(너희 둘은) 고려되어라

καταφραζέσθων

(그 둘은) 고려되어라

복수 καταφράζεσθε

(너희는) 고려되어라

καταφραζέσθων, καταφραζέσθωσαν

(그들은) 고려되어라

부정사 καταφράζεσθαι

고려되는 것

분사 남성여성중성
καταφραζομενος

καταφραζομενου

καταφραζομενη

καταφραζομενης

καταφραζομενον

καταφραζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφράσω

(나는) 고려하겠다

καταφράσεις

(너는) 고려하겠다

καταφράσει

(그는) 고려하겠다

쌍수 καταφράσετον

(너희 둘은) 고려하겠다

καταφράσετον

(그 둘은) 고려하겠다

복수 καταφράσομεν

(우리는) 고려하겠다

καταφράσετε

(너희는) 고려하겠다

καταφράσουσιν*

(그들은) 고려하겠다

기원법단수 καταφράσοιμι

(나는) 고려하겠기를 (바라다)

καταφράσοις

(너는) 고려하겠기를 (바라다)

καταφράσοι

(그는) 고려하겠기를 (바라다)

쌍수 καταφράσοιτον

(너희 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

καταφρασοίτην

(그 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

복수 καταφράσοιμεν

(우리는) 고려하겠기를 (바라다)

καταφράσοιτε

(너희는) 고려하겠기를 (바라다)

καταφράσοιεν

(그들은) 고려하겠기를 (바라다)

부정사 καταφράσειν

고려할 것

분사 남성여성중성
καταφρασων

καταφρασοντος

καταφρασουσα

καταφρασουσης

καταφρασον

καταφρασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφράσομαι

(나는) 고려되겠다

καταφράσει, καταφράσῃ

(너는) 고려되겠다

καταφράσεται

(그는) 고려되겠다

쌍수 καταφράσεσθον

(너희 둘은) 고려되겠다

καταφράσεσθον

(그 둘은) 고려되겠다

복수 καταφρασόμεθα

(우리는) 고려되겠다

καταφράσεσθε

(너희는) 고려되겠다

καταφράσονται

(그들은) 고려되겠다

기원법단수 καταφρασοίμην

(나는) 고려되겠기를 (바라다)

καταφράσοιο

(너는) 고려되겠기를 (바라다)

καταφράσοιτο

(그는) 고려되겠기를 (바라다)

쌍수 καταφράσοισθον

(너희 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

καταφρασοίσθην

(그 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

복수 καταφρασοίμεθα

(우리는) 고려되겠기를 (바라다)

καταφράσοισθε

(너희는) 고려되겠기를 (바라다)

καταφράσοιντο

(그들은) 고려되겠기를 (바라다)

부정사 καταφράσεσθαι

고려될 것

분사 남성여성중성
καταφρασομενος

καταφρασομενου

καταφρασομενη

καταφρασομενης

καταφρασομενον

καταφρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέφραζον

(나는) 고려하고 있었다

κατέφραζες

(너는) 고려하고 있었다

κατέφραζεν*

(그는) 고려하고 있었다

쌍수 κατεφράζετον

(너희 둘은) 고려하고 있었다

κατεφραζέτην

(그 둘은) 고려하고 있었다

복수 κατεφράζομεν

(우리는) 고려하고 있었다

κατεφράζετε

(너희는) 고려하고 있었다

κατέφραζον

(그들은) 고려하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφραζόμην

(나는) 고려되고 있었다

κατεφράζου

(너는) 고려되고 있었다

κατεφράζετο

(그는) 고려되고 있었다

쌍수 κατεφράζεσθον

(너희 둘은) 고려되고 있었다

κατεφραζέσθην

(그 둘은) 고려되고 있었다

복수 κατεφραζόμεθα

(우리는) 고려되고 있었다

κατεφράζεσθε

(너희는) 고려되고 있었다

κατεφράζοντο

(그들은) 고려되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ βασιλῆσ, ὑμεῖσ δὲ καταφράζεσθε καὶ αὐτοὶ τήνδε δίκην· (Hesiod, Works and Days, Book WD 30:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 30:1)

유의어

  1. 고려하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION