- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λωτοφάγοι?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: lōtophagoi 고전 발음: [로:또파고] 신약 발음: [로또파귀]

기본형: λωτοφάγοι

어원: λωτός II

  1. the Lotus-eaters

예문

  • ἀλλὰ γὰρ δέδοικα μή, ἂν ἅπαξ μάθωμεν ἀργοὶ ζῆν καὶ ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, καὶ Μήδων δὲ καὶ Περσῶν καλαῖς καὶ μεγάλαις γυναιξὶ καὶ παρθένοις ὁμιλεῖν, μὴ ὥσπερ οἱ λωτοφάγοι ἐπιλαθώμεθα τῆς οἴκαδε ὁδοῦ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 27:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 2 27:1)

  • οὐδ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ ἑτάροισιν ὄλεθρον ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι. (Homer, Odyssey, Book 9 6:6)

    (호메로스, 오디세이아, Book 9 6:6)

  • ἀκτὴν δὲ προέχουσαν ἐς τὸν πόντον τούτων τῶν Γινδάνων νέμονται Λωτοφάγοι, οἳ τὸν καρπὸν μοῦνον τοῦ λωτοῦ τρώγοντες ζώουσι. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 177 1:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 177 1:1)

  • ποιεῦνται δὲ ἐκ τοῦ καρποῦ τούτου οἱ Λωτοφάγοι καὶ οἶνον. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 177 1:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 177 1:3)

  • καὶ ἐν τῇ Λιβύῃ δὲ πεπιστεύκασί τινες τοῖς τῶν Γαδειριτῶν ἐμπόροις προσέχοντες, ὡς καὶ Ἀρτεμίδωρος εἴρηκεν, ὅτι οἱ ὑπὲρ τῆς Μαυρουσίας οἰκοῦντες πρὸς τοῖς ἑσπερίοις Αἰθίοψι Λωτοφάγοι καλοῦνται, σιτούμενοι λωτόν, πόαν τινὰ καὶ ῥίζαν, οὐ δεόμενοι δὲ ποτοῦ, οὐδὲ ἔχοντες διὰ τὴν ἀνυδρίαν, διατείνοντες καὶ μέχρι τῶν ὑπὲρ τῆς Κυρήνης τόπων. (Strabo, Geography, book 3, chapter 4 6:7)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 4 6:7)

유의어

  1. the Lotus-eaters

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION