- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠμοφάγος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: ōmophagos 고전 발음: [오:모파고] 신약 발음: [오모파고]

기본형: ὠμοφάγος ὠμοφάγον

형태분석: ὠμοφαγ (어간) + ος (어미)

  1. eating raw flesh, carnivorous

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὠμοφάγος

(이)가

ὠμόφαγον

(것)가

속격 ὠμοφάγου

(이)의

ὠμοφάγου

(것)의

여격 ὠμοφάγῳ

(이)에게

ὠμοφάγῳ

(것)에게

대격 ὠμοφάγον

(이)를

ὠμόφαγον

(것)를

호격 ὠμοφάγε

(이)야

ὠμόφαγον

(것)야

쌍수주/대/호 ὠμοφάγω

(이)들이

ὠμοφάγω

(것)들이

속/여 ὠμοφάγοιν

(이)들의

ὠμοφάγοιν

(것)들의

복수주격 ὠμοφάγοι

(이)들이

ὠμόφαγα

(것)들이

속격 ὠμοφάγων

(이)들의

ὠμοφάγων

(것)들의

여격 ὠμοφάγοις

(이)들에게

ὠμοφάγοις

(것)들에게

대격 ὠμοφάγους

(이)들을

ὠμόφαγα

(것)들을

호격 ὠμοφάγοι

(이)들아

ὠμόφαγα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὠμοφάγους γάρ τινας αὐτὰς εἶναι. (Lucian, (no name) 2:7)

    (루키아노스, (no name) 2:7)

  • τοιοῦτος δὲ οἱο῀ς ὁ Κύκλωψ ἐστί, κινάβρας ἀπόζων ὥσπερ τράγος, ὠμοφάγος, ὥς φασι, καὶ σιτούμενος τοὺς ἐπιδημοῦντας τῶν ξένων, σοὶ γένοιτο καὶ σὺ ἀντερῴης αὐτοῦ. (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 55)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 55)

  • ἡδὺς ἐν ὄρεσιν, ὅταν ἐκ θιάσων δρομαί- ων πέσῃ πεδόσε, νε- βρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων αἷμα τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν, ἱέμε- νος ἐς ὄρεα Φρύγια, Λύδι, ὁ δ ἔξαρχος Βρόμιος, εὐοἷ. (Euripides, choral, epode1)

    (에우리피데스, choral, epode1)

  • ἀρχηγὸς δὲ αὐτοῖς καὶ διδάσκαλος τῆς τοιαύτης βωμολοχίας ὁ τοῦ Ὁμήρου Ὀδυσσεύς, τοῖς περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους, ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα καὶ τὰς ὑπὸ φαρμάκων τῶν ἑταίρων μεταβολάς, οἱᾶ πολλὰ ἐκεῖνος πρὸς ἰδιώτας ἀνθρώπους τοὺς Φαίακας ἐτερατεύσατο. (Lucian, Verae Historiae, book 1 3:4)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 3:4)

  • τὰ μὲν γὰρ ἑσπέρια τῆς ὕλης καὶ οὐραῖα Ταριχᾶνες οἰκοῦσιν, ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον, μάχιμον καὶ θρασὺ καὶ ὠμοφάγον τὰ δὲ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς κατὰ τὸν δεξιὸν τοῖχον Τριτωνομένδητες, τὰ μὲν ἄνω ἀνθρώποις ἐοικότες, τὰ δὲ κάτω τοῖς γαλεώταις, ἧττον μέντοι ἄδικοὶ εἰσιν τῶν ἄλλων τὰ λαιὰ δὲ Καρκινόχειρες καὶ Θυννοκέφαλοι συμμαχίαν τε καὶ φιλίαν πρὸς ἑαυτοὺς πεποιημένοι: (Lucian, Verae Historiae, book 1 35:4)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 35:4)

  • ὡς δ ὁπότ ἠυγένειος ἀπόπροθι λῖς ἐσακούσας, νεβροῦ φθεγξαμένας τις ἐν οὔρεσιν ὠμοφάγος λῖς ἐξ εὐνᾶς ἔσπευσεν ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα: (Theocritus, Idylls, 22)

    (테오크리토스, Idylls, 22)

유의어

  1. eating raw flesh

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION