- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιχνεία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: lichneia 고전 발음: [릭네] 신약 발음: [릭니아]

기본형: λιχνεία

형태분석: λιχνει (어간) + α (어미)

어원: from λιχνεύω

  1. 욕심, 폭식, 소유욕
  1. daintiness, greediness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λιχνεία

욕심이

λιχνεία

욕심들이

λιχνεῖαι

욕심들이

속격 λιχνείας

욕심의

λιχνείαιν

욕심들의

λιχνειῶν

욕심들의

여격 λιχνείᾳ

욕심에게

λιχνείαιν

욕심들에게

λιχνείαις

욕심들에게

대격 λιχνείαν

욕심을

λιχνεία

욕심들을

λιχνείας

욕심들을

호격 λιχνεία

욕심아

λιχνεία

욕심들아

λιχνεῖαι

욕심들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μεστὴ δὲ ἡ ἀκρόπολις ἐν βραχεῖ κλαγγηδὸν προκαθιζόντων καὶ πανταχοῦ πήρα κολακεία, πώγων ἀναισχυντία, βακτηρία λιχνεία, συλλογισμὸς φιλαργυρία: (Lucian, Piscator, (no name) 42:4)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 42:4)

  • "ἀεί ποτε ἐγώ, ἄνδρες φίλοι, τεθαύμακα τὸ τῶν δούλων γένος ὥς ἐστιν ἐγκρατὲς τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:5)

  • δοῦλοι γάρ εἰσι καὶ οὗτοι, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ πάνυ γε χαλεπῶν δεσποτῶν, οἱ μὲν λιχνειῶν, οἱ δὲ λαγνειῶν, οἱ δὲ οἰνοφλυγιῶν, οἱ δὲ φιλοτιμιῶν τινων μώρων καὶ δαπανηρῶν, ἃ οὕτω χαλεπῶς ἄρχει τῶν ἀνθρώπων ὧν ἂν ἐπικρατήσωσιν, ὥσθ ἑώς μὲν ἂν ὁρῶσιν ἡβῶντας αὐτοὺς καὶ δυναμένους ἐργάζεσθαι, ἀναγκάζουσι φέρειν ἃ ἂν αὐτοὶ ἐργάσωνται καὶ τελεῖν εἰς τὰς αὑτῶν ἐπιθυμίας, ἐπειδὰν δὲ αὐτοὺς ἀδυνάτους αἴσθωνται ὄντας ἐργάζεσθαι διὰ τὸ γῆρας, ἀπολείπουσι τούτους κακῶς γηράσκειν, ἄλλοις δ αὖ πειρῶνται δούλοις χρῆσθαι. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 1 23:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 1 23:1)

  • τοῦτο μέντοι, ἦν δ ἐγώ, τὸ τῆς τοιαύτης φύσεως εἰ ἐκ παιδὸς εὐθὺς κοπτόμενον περιεκόπη τὰς τῆς γενέσεως συγγενεῖς ὥσπερ μολυβδίδας, αἳ δὴ ἐδωδαῖς τε καὶ τοιούτων ἡδοναῖς τε καὶ λιχνείαις προσφυεῖς γιγνόμεναι περὶ κάτω στρέφουσι τὴν τῆς ψυχῆς ὄψιν: (Plato, Republic, book 7 81:1)

    (플라톤, Republic, book 7 81:1)

  • τὰ δὲ ἄλλα ἡδὺς καὶ λιχνείᾳ φίλος. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 18:7)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 18:7)

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION