- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυναγός?

2군 변화 명사; 로마알파벳 전사: kynagos 고전 발음: [뀌나고] 신약 발음: [뀌나고]

기본형: κυναγός κυναγοῦ

형태분석: κυναγ (어간) + ος (어미)

어원: doric and attic for κυνηγός

  1. a hound-leader, a huntsman

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ τῆς κυναγοῦ δ ἄλλος Ἀταλάντης γόνος παῖς Παρθενοπαῖος, εἶδος ἐξοχώτατος, Ἀρκὰς μὲν ἦν, ἐλθὼν δ ἐπ Ἰνάχου ῥοὰς παιδεύεται κατ Ἄργος. (Euripides, Suppliants, episode 1:3)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:3)

  • ὢ δεῦρ ἴθι δεῦρ ὦ κυναγὲ παρσένε. (Aristophanes, Lysistrata, Lyric-Scene, lyric6)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Lyric-Scene, lyric6)

  • κἀν τῷδε πέτραν ἅτερος λιπὼν ξένοιν ἔστη κάρα τε διετίναξ ἄνω κάτω κἀπεστέναξεν ὠλένας τρέμων ἄκρας, μανίαις ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸς ὥς: (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:3)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 2:3)

  • καὶ πρῶτα μὲν προσῆγε Νηίταις πύλαις λόχον πυκναῖσιν ἀσπίσιν πεφρικότα ὁ τῆς κυναγοῦ Παρθενοπαῖος ἔκγονος, ἐπίσημ ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσῳ σάκει, ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν. (Euripides, Phoenissae, episode 2:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 2:1)

  • ἀλλά νιν πάλιν κυναγὸς ὡσεὶ παῖς σὸς ἐξαθροίζεται, πύργοις δ ἐπέστης αὖθις. (Euripides, Phoenissae, episode 11:3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 11:3)

유의어

  1. a hound-leader

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION