κτίζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κτίζω
κτίσω
ἔκτισα
ἔκτικα
ἔκτισμαι
ἐκτίσθην
Structure:
κτίζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I people
- (of a city) I found, build, establish
- I plant (e.g. an orchard)
- I create, produce
- I make so
- I perpetrate
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "κατὰ τὸ ὅμοιον, ἔφη, καὶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ ἐμῇ Λαγυνοφόρια ἑορτή τισ ἤγετο, περὶ ἧσ ἱστορεῖ Ἐρατοσθένησ ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ συγγράμματι Ἀρσινόη, λέγει δὲ οὕτωσ τοῦ Πτολεμαίου κτίζοντοσ ἑορτῶν καὶ θυσιῶν παντοδαπῶν γένη καὶ μάλιστα περὶ τὸν Διόνυσον, ἠρώτησεν Ἀρσινόη τὸν φέροντα τοὺσ θαλλοὺσ τίνα νῦν ἡμέραν ἄγει καὶ τίσ ἐστὶν ἑορτή, τοῦ δ’ εἰπόντοσ καλεῖται μὲν Λαγυνοφόρια, καὶ τὰ κομισθέντα αὑτοῖσ δειπνοῦσι κατακλιθέντεσ ἐπὶ στιβάδων καὶ ἐξ ἰδίασ ἕκαστοσ λαγύνου παρ’ αὑτῶν φέροντεσ πίνουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 21)
- καὶ ὅτι, Θήβασ Κασάνδρου κτίζοντοσ, ἐστεφανηφόρησαν τὸν δ’ ἐν Ἄργει πυθόμενοι σκυταλισμόν, ἐν ᾧ πεντακοσίουσ καὶ χιλίουσ ἀνῃρήκεσαν ἐξ αὑτῶν οἱ Ἀργεῖοι, περιενεγκεῖν καθάρσιον περὶ τὴν ἐκκλησίαν ἐκέλευσαν ἐν· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 17 15:2)
- τὰ δ’ ἐν τοῖσ παραλίοισ καὶ περὶ Νέαν πόλιν ἔργα, λόφουσ ἀνακρεμαννύντοσ αὐτὸν μεγάλοισ ὀρύγμασι καὶ τροχοὺσ θαλάσσησ καὶ διαδρομὰσ ἰχθυοτρόφουσ τοῖσ οἰκητηρίοισ περιελίσσοντοσ καὶ διαίτασ ἐναλίουσ κτίζοντοσ, ὁ Στωικὸσ Τουβέρων θεασάμενοσ Ξέρξην αὐτὸν ἐκ τηβέννου προσηγόρευσεν. (Plutarch, Lucullus, chapter 39 3:1)
Synonyms
-
I people
-
I found
-
I plant
-
I create
-
I make so
-
I perpetrate
Derived
- προσκτίζω (to build or found besides)
- συγκτίζω (to join with, in founding or colonising, well-cultivated.)