- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κριτήριον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: kritērion 고전 발음: [리떼:리온] 신약 발음: [리떼리온]

기본형: κριτήριον κριτηρίου

형태분석: κριτηρι (어간) + ον (어미)

어원: κριτής

  1. 기준, 표준, 시험, 수준, 테스트
  2. 법정, 법원, 앞마당
  3. 소송, 고소
  1. means of judging, criterion, test, standard
  2. court, tribunal
  3. lawsuit

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κριτήριον

기준이

κριτηρίω

기준들이

κριτήρια

기준들이

속격 κριτηρίου

기준의

κριτηρίοιν

기준들의

κριτηρίων

기준들의

여격 κριτηρίῳ

기준에게

κριτηρίοιν

기준들에게

κριτηρίοις

기준들에게

대격 κριτήριον

기준을

κριτηρίω

기준들을

κριτήρια

기준들을

호격 κριτήριον

기준아

κριτηρίω

기준들아

κριτήρια

기준들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τότε προσάξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν, καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ τὸ οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα. (Septuagint, Liber Exodus 21:6)

    (70인역 성경, 탈출기 21:6)

  • ἐπιβεβηκότες ἐπὶ ὄνου θηλείας μεσημβρίας, καθήμενοι ἐπὶ κριτηρίου καὶ πορευόμενοι ἐπὶ ὁδοὺς συνέδρων ἐφ᾿ ὁδῷ, (Septuagint, Liber Iudicum 5:10)

    (70인역 성경, 판관기 5:10)

  • καὶ τὸ αἰλὰμ τῶν θρόνων, οὗ κρινεῖ ἐκεῖ, αἰλὰμ τοῦ κριτηρίου. (Septuagint, Liber I Regum 7:44)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 7:44)

  • ἀναστρέψατε εἰς τὸ κριτήριον. ψευδῆ γὰρ οὗτοι κατεμαρτύρησαν αὐτῆς. (Septuagint, Liber Susanna 1:49)

    (70인역 성경, Liber Susanna 1:49)

  • ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ. κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν. (Septuagint, Prophetia Danielis 7:10)

    (70인역 성경, 다니엘서 7:10)

  • καὶ τὸ κριτήριον καθίσει καὶ τὴν ἀρχὴν μεταστήσουσι τοῦ ἀφανίσαι καὶ τοῦ ἀπολέσαι ἕως τέλους. (Septuagint, Prophetia Danielis 7:26)

    (70인역 성경, 다니엘서 7:26)

  • ὅτι οὐδὲν ἡγεῖται κριτήριον ἀληθὲς εἶναι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 25:3)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 25:3)

유의어

  1. 법정

  2. 소송

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION