헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κράζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κράζω κεκράξομαι ἔκραξα κέκραγα

형태분석: κράζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: root isKRAG, as in aor2

  1. 울다, 지르다, 부르다, 외치다, 소리치다, 고함치다
  2. 부르다, 소환하다, 불러내다
  1. I scream, shriek, cry, bawl, shout
  2. I call, clamour for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κράζω

(나는) 운다

κράζεις

(너는) 운다

κράζει

(그는) 운다

쌍수 κράζετον

(너희 둘은) 운다

κράζετον

(그 둘은) 운다

복수 κράζομεν

(우리는) 운다

κράζετε

(너희는) 운다

κράζουσιν*

(그들은) 운다

접속법단수 κράζω

(나는) 울자

κράζῃς

(너는) 울자

κράζῃ

(그는) 울자

쌍수 κράζητον

(너희 둘은) 울자

κράζητον

(그 둘은) 울자

복수 κράζωμεν

(우리는) 울자

κράζητε

(너희는) 울자

κράζωσιν*

(그들은) 울자

기원법단수 κράζοιμι

(나는) 울기를 (바라다)

κράζοις

(너는) 울기를 (바라다)

κράζοι

(그는) 울기를 (바라다)

쌍수 κράζοιτον

(너희 둘은) 울기를 (바라다)

κραζοίτην

(그 둘은) 울기를 (바라다)

복수 κράζοιμεν

(우리는) 울기를 (바라다)

κράζοιτε

(너희는) 울기를 (바라다)

κράζοιεν

(그들은) 울기를 (바라다)

명령법단수 κράζε

(너는) 울어라

κραζέτω

(그는) 울어라

쌍수 κράζετον

(너희 둘은) 울어라

κραζέτων

(그 둘은) 울어라

복수 κράζετε

(너희는) 울어라

κραζόντων, κραζέτωσαν

(그들은) 울어라

부정사 κράζειν

우는 것

분사 남성여성중성
κραζων

κραζοντος

κραζουσα

κραζουσης

κραζον

κραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κράζομαι

(나는) 울려진다

κράζει, κράζῃ

(너는) 울려진다

κράζεται

(그는) 울려진다

쌍수 κράζεσθον

(너희 둘은) 울려진다

κράζεσθον

(그 둘은) 울려진다

복수 κραζόμεθα

(우리는) 울려진다

κράζεσθε

(너희는) 울려진다

κράζονται

(그들은) 울려진다

접속법단수 κράζωμαι

(나는) 울려지자

κράζῃ

(너는) 울려지자

κράζηται

(그는) 울려지자

쌍수 κράζησθον

(너희 둘은) 울려지자

κράζησθον

(그 둘은) 울려지자

복수 κραζώμεθα

(우리는) 울려지자

κράζησθε

(너희는) 울려지자

κράζωνται

(그들은) 울려지자

기원법단수 κραζοίμην

(나는) 울려지기를 (바라다)

κράζοιο

(너는) 울려지기를 (바라다)

κράζοιτο

(그는) 울려지기를 (바라다)

쌍수 κράζοισθον

(너희 둘은) 울려지기를 (바라다)

κραζοίσθην

(그 둘은) 울려지기를 (바라다)

복수 κραζοίμεθα

(우리는) 울려지기를 (바라다)

κράζοισθε

(너희는) 울려지기를 (바라다)

κράζοιντο

(그들은) 울려지기를 (바라다)

명령법단수 κράζου

(너는) 울려져라

κραζέσθω

(그는) 울려져라

쌍수 κράζεσθον

(너희 둘은) 울려져라

κραζέσθων

(그 둘은) 울려져라

복수 κράζεσθε

(너희는) 울려져라

κραζέσθων, κραζέσθωσαν

(그들은) 울려져라

부정사 κράζεσθαι

울려지는 것

분사 남성여성중성
κραζομενος

κραζομενου

κραζομενη

κραζομενης

κραζομενον

κραζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεκράξομαι

(나는) 울겠다

κεκράξει, κεκράξῃ

(너는) 울겠다

κεκράξεται

(그는) 울겠다

쌍수 κεκράξεσθον

(너희 둘은) 울겠다

κεκράξεσθον

(그 둘은) 울겠다

복수 κεκραξόμεθα

(우리는) 울겠다

κεκράξεσθε

(너희는) 울겠다

κεκράξονται

(그들은) 울겠다

기원법단수 κεκραξοίμην

(나는) 울겠기를 (바라다)

κεκράξοιο

(너는) 울겠기를 (바라다)

κεκράξοιτο

(그는) 울겠기를 (바라다)

쌍수 κεκράξοισθον

(너희 둘은) 울겠기를 (바라다)

κεκραξοίσθην

(그 둘은) 울겠기를 (바라다)

복수 κεκραξοίμεθα

(우리는) 울겠기를 (바라다)

κεκράξοισθε

(너희는) 울겠기를 (바라다)

κεκράξοιντο

(그들은) 울겠기를 (바라다)

부정사 κεκράξεσθαι

울 것

분사 남성여성중성
κεκραξομενος

κεκραξομενου

κεκραξομενη

κεκραξομενης

κεκραξομενον

κεκραξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓κραζον

(나는) 울고 있었다

έ̓κραζες

(너는) 울고 있었다

έ̓κραζεν*

(그는) 울고 있었다

쌍수 ἐκράζετον

(너희 둘은) 울고 있었다

ἐκραζέτην

(그 둘은) 울고 있었다

복수 ἐκράζομεν

(우리는) 울고 있었다

ἐκράζετε

(너희는) 울고 있었다

έ̓κραζον

(그들은) 울고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκραζόμην

(나는) 울려지고 있었다

ἐκράζου

(너는) 울려지고 있었다

ἐκράζετο

(그는) 울려지고 있었다

쌍수 ἐκράζεσθον

(너희 둘은) 울려지고 있었다

ἐκραζέσθην

(그 둘은) 울려지고 있었다

복수 ἐκραζόμεθα

(우리는) 울려지고 있었다

ἐκράζεσθε

(너희는) 울려지고 있었다

ἐκράζοντο

(그들은) 울려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓κραξα

(나는) 울었다

έ̓κραξας

(너는) 울었다

έ̓κραξεν*

(그는) 울었다

쌍수 ἐκράξατον

(너희 둘은) 울었다

ἐκραξάτην

(그 둘은) 울었다

복수 ἐκράξαμεν

(우리는) 울었다

ἐκράξατε

(너희는) 울었다

έ̓κραξαν

(그들은) 울었다

접속법단수 κράξω

(나는) 울었자

κράξῃς

(너는) 울었자

κράξῃ

(그는) 울었자

쌍수 κράξητον

(너희 둘은) 울었자

κράξητον

(그 둘은) 울었자

복수 κράξωμεν

(우리는) 울었자

κράξητε

(너희는) 울었자

κράξωσιν*

(그들은) 울었자

기원법단수 κράξαιμι

(나는) 울었기를 (바라다)

κράξαις

(너는) 울었기를 (바라다)

κράξαι

(그는) 울었기를 (바라다)

쌍수 κράξαιτον

(너희 둘은) 울었기를 (바라다)

κραξαίτην

(그 둘은) 울었기를 (바라다)

복수 κράξαιμεν

(우리는) 울었기를 (바라다)

κράξαιτε

(너희는) 울었기를 (바라다)

κράξαιεν

(그들은) 울었기를 (바라다)

명령법단수 κράξον

(너는) 울었어라

κραξάτω

(그는) 울었어라

쌍수 κράξατον

(너희 둘은) 울었어라

κραξάτων

(그 둘은) 울었어라

복수 κράξατε

(너희는) 울었어라

κραξάντων

(그들은) 울었어라

부정사 κράξαι

울었는 것

분사 남성여성중성
κραξᾱς

κραξαντος

κραξᾱσα

κραξᾱσης

κραξαν

κραξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκραξάμην

(나는) 울려졌다

ἐκράξω

(너는) 울려졌다

ἐκράξατο

(그는) 울려졌다

쌍수 ἐκράξασθον

(너희 둘은) 울려졌다

ἐκραξάσθην

(그 둘은) 울려졌다

복수 ἐκραξάμεθα

(우리는) 울려졌다

ἐκράξασθε

(너희는) 울려졌다

ἐκράξαντο

(그들은) 울려졌다

접속법단수 κράξωμαι

(나는) 울려졌자

κράξῃ

(너는) 울려졌자

κράξηται

(그는) 울려졌자

쌍수 κράξησθον

(너희 둘은) 울려졌자

κράξησθον

(그 둘은) 울려졌자

복수 κραξώμεθα

(우리는) 울려졌자

κράξησθε

(너희는) 울려졌자

κράξωνται

(그들은) 울려졌자

기원법단수 κραξαίμην

(나는) 울려졌기를 (바라다)

κράξαιο

(너는) 울려졌기를 (바라다)

κράξαιτο

(그는) 울려졌기를 (바라다)

쌍수 κράξαισθον

(너희 둘은) 울려졌기를 (바라다)

κραξαίσθην

(그 둘은) 울려졌기를 (바라다)

복수 κραξαίμεθα

(우리는) 울려졌기를 (바라다)

κράξαισθε

(너희는) 울려졌기를 (바라다)

κράξαιντο

(그들은) 울려졌기를 (바라다)

명령법단수 κράξαι

(너는) 울려졌어라

κραξάσθω

(그는) 울려졌어라

쌍수 κράξασθον

(너희 둘은) 울려졌어라

κραξάσθων

(그 둘은) 울려졌어라

복수 κράξασθε

(너희는) 울려졌어라

κραξάσθων

(그들은) 울려졌어라

부정사 κράξεσθαι

울려졌는 것

분사 남성여성중성
κραξαμενος

κραξαμενου

κραξαμενη

κραξαμενης

κραξαμενον

κραξαμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κέκραγα

(나는) 울었다

κέκραγας

(너는) 울었다

κέκραγεν*

(그는) 울었다

쌍수 κεκράγατον

(너희 둘은) 울었다

κεκράγατον

(그 둘은) 울었다

복수 κεκράγαμεν

(우리는) 울었다

κεκράγατε

(너희는) 울었다

κεκράγᾱσιν*

(그들은) 울었다

접속법단수 κεκράγω

(나는) 울었자

κεκράγῃς

(너는) 울었자

κεκράγῃ

(그는) 울었자

쌍수 κεκράγητον

(너희 둘은) 울었자

κεκράγητον

(그 둘은) 울었자

복수 κεκράγωμεν

(우리는) 울었자

κεκράγητε

(너희는) 울었자

κεκράγωσιν*

(그들은) 울었자

기원법단수 κεκράγοιμι

(나는) 울었기를 (바라다)

κεκράγοις

(너는) 울었기를 (바라다)

κεκράγοι

(그는) 울었기를 (바라다)

쌍수 κεκράγοιτον

(너희 둘은) 울었기를 (바라다)

κεκραγοίτην

(그 둘은) 울었기를 (바라다)

복수 κεκράγοιμεν

(우리는) 울었기를 (바라다)

κεκράγοιτε

(너희는) 울었기를 (바라다)

κεκράγοιεν

(그들은) 울었기를 (바라다)

명령법단수 κέκραγε

(너는) 울었어라

κεκραγέτω

(그는) 울었어라

쌍수 κεκράγετον

(너희 둘은) 울었어라

κεκραγέτων

(그 둘은) 울었어라

복수 κεκράγετε

(너희는) 울었어라

κεκραγόντων

(그들은) 울었어라

부정사 κεκραγέναι

울었는 것

분사 남성여성중성
κεκραγως

κεκραγοντος

κεκραγυῑα

κεκραγυῑᾱς

κεκραγον

κεκραγοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀνάβηθι εἰσ τὸν Λίβανον καὶ κράξον καὶ εἰσ τὴν Βασὰν δὸσ τὴν φωνήν σου καὶ βόησον εἰσ τὸ πέραν τῆσ θαλάσσησ, ὅτι συνετρίβησαν πάντεσ οἱ ἐρασταί σου. (Septuagint, Liber Ieremiae 22:20)

    (70인역 성경, 예레미야서 22:20)

유의어

  1. 울다

  2. 부르다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION