κρανίον
Second declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κρανίον
κρανίου
Structure:
κρανι
(Stem)
+
ον
(Ending)
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄνθρωποι, κατέαγα τοῦ κρανίου ὑπὸ τοῦ ἀχαρίστου, διότι τὰ συμφέροντα ἐνουθέτουν αὐτόν. (Lucian, Timon, (no name) 47:14)
- Ἀλλ̓ οὐχὶ καὶ ὑπὸ γῆν, ὡσ οἶμαι, κάλλιστοσ ἦλθεσ, ἀλλὰ τὰ μὲν ὀστᾶ ὅμοια, τὸ δὲ κρανίον ταύτῃ μόνον ἄρα διακρίνοιτο ἀπὸ τοῦ Θερσίτου κρανίου, ὅτι εὔθρυπτον τὸ σόν· (Lucian, Dialogi mortuorum, 3:1)
- τὸν δ’ Ἀναξαγόραν τοῦ κρανίου διακοπέντοσ ἐπιδεῖξαι τὸν ἐγκέφαλον οὐ πεπληρωκότα τὴν βάσιν, ἀλλ’ ὀξὺν ὥσπερ ὠὸν ἐκ τοῦ παντὸσ ἀγγείου συνωλισθηκότα κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὅθεν ἡ ῥίζα τοῦ κέρατοσ εἶχε τὴν ἀρχήν. (Plutarch, , chapter 6 2:2)
- ὁ σχινοκέφαλοσ Ζεὺσ ὅδε προσέρχεται τᾠδεῖον ἐπὶ τοῦ κρανίου ἔχων, ἐπειδὴ τοὔστρακον παροίχεται. (Plutarch, , chapter 13 6:2)
- εἰσ τὸν Κρανίου λίθον ἐν Ιἑρουσαλήμ πέτρα τρισμακάριστἐ θεόσσυτον αἷμα λαχοῦσα, οὐρανίη γενεή σε πυρίπνοοσ ἀμφιπολεύει, καὶ χθονὸσ ἐνναετῆρεσ ἀνάκτορεσ ὑμνοπολοῦσι. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 1231)
Synonyms
-
skull
- κόγχος (The upper part of the skull)