헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κορυφή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κορυφή κορυφῆς

형태분석: κορυφ (어간) + η (어미)

어원: ko/rus

  1. 왕관, 관, 왕권
  2. 꼭대기, 정상, 우
  3. 우수, 우월, 저명
  1. top of the head, crown
  2. mountain peak
  3. top, apex
  4. (geometry) vertex of a triangle
  5. the best thing, excellence

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κορυφή

왕관이

κορυφᾱ́

왕관들이

κορυφαί

왕관들이

속격 κορυφῆς

왕관의

κορυφαῖν

왕관들의

κορυφῶν

왕관들의

여격 κορυφῇ

왕관에게

κορυφαῖν

왕관들에게

κορυφαῖς

왕관들에게

대격 κορυφήν

왕관을

κορυφᾱ́

왕관들을

κορυφᾱ́ς

왕관들을

호격 κορυφή

왕관아

κορυφᾱ́

왕관들아

κορυφαί

왕관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐλογίασ πατρόσ σου καὶ μητρόσ σου. ὑπερίσχυσεν ὑπὲρ εὐλογίασ ὀρέων μονίμων καὶ ἐπ̓ εὐλογίαισ θινῶν ἀενάων. ἔσονται ἐπὶ κεφαλὴν Ἰωσὴφ καὶ ἐπὶ κορυφῆσ ὧν ἡγήσατο ἀδελφῶν. (Septuagint, Liber Genesis 49:26)

    (70인역 성경, 창세기 49:26)

  • εἶπε δὲ Μωυσῆσ τῷ Ἰησοῦ. ἐπίλεξον σεαυτῷ ἄνδρασ δυνατοὺσ καὶ ἐξελθὼν παράταξαι τῷ Ἀμαλὴκ αὔριον, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἕστηκα ἐπὶ τῆσ κορυφῆσ τοῦ βουνοῦ, καὶ ἡ ράβδοσ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χειρί μου. (Septuagint, Liber Exodus 17:9)

    (70인역 성경, 탈출기 17:9)

  • τὸ δὲ εἶδοσ τῆσ δόξησ Κυρίου ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆσ κορυφῆσ τοῦ ὄρουσ ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Exodus 24:17)

    (70인역 성경, 탈출기 24:17)

  • καὶ τὰ λαμπάδια αὐτῶν, ἅ ἐστιν ἐπὶ τῶν ἄκρων, καρυωτὰ ἐξ αὐτῶν. καὶ τὰ ἐνθέμια ἐξ αὐτῶν, ἵνα ὦσιν οἱ λύχνοι ἐπ̓ αὐτῶν, καὶ τὸ ἐνθέμιον τὸ ἕβδομον, τὸ ἐπ̓ ἄκρου τοῦ λαμπαδίου, ἐπὶ τῆσ κορυφῆσ ἄνωθεν, στερεὸν ὅλον χρυσοῦν. (Septuagint, Liber Exodus 38:16)

    (70인역 성경, 탈출기 38:16)

  • καὶ ἐξέδυσε τὸν Ἀαρὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνέδυσεν αὐτὰ Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. καὶ ἀπέθανεν Ἀαρὼν ἐπὶ τῆσ κορυφῆσ τοῦ ὄρουσ, καὶ κατέβη Μωυσῆσ καὶ Ἐλεάζαρ ἐκ τοῦ ὄρουσ. (Septuagint, Liber Numeri 20:28)

    (70인역 성경, 민수기 20:28)

유의어

  1. 왕관

  2. mountain peak

  3. 꼭대기

  4. vertex of a triangle

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION