κορυφή?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: koryphē
고전 발음: [꼬뤼페:]
신약 발음: [꼬뤼페]
기본형:
κορυφή
κορυφῆς
형태분석:
κορυφ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 왕관, 관, 왕권
- 꼭대기, 정상, 우
- 우수, 우월, 저명
- top of the head, crown
- mountain peak
- top, apex
- (geometry) vertex of a triangle
- the best thing, excellence
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ προκατελάβοντο πάσας τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐτειχίσαντο τὰς ἐν αὐτοῖς κώμας καὶ παρέθεντο εἰς ἐπισιτισμὸν εἰς παρασκευὴν πολέμου, ὅτι προσφάτως ἦν τὰ πεδία αὐτῶν τεθερισμένα. (Septuagint, Liber Iudith 4:5)
(70인역 성경, 유딧기 4:5)
- διότι ἐκεῖθεν ὑδρεύονται πάντες οἱ κατοικοῦντες Βαιτυλούα, καὶ ἀνελεῖ αὐτοὺς ἡ δίψα, καὶ ἐκδώσουσι τὴν πόλιν ἑαυτῶν. καὶ ἡμεῖς καὶ ὁ λαὸς ἡμῶν ἀναβησόμεθα ἐπὶ τὰς πλησίον κορυφὰς τῶν ὀρέων καὶ παρεμβαλοῦμεν ἐπ᾿ αὐταῖς εἰς προφυλακὴν τοῦ μὴ ἐξελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως ἄνδρα ἕνα. (Septuagint, Liber Iudith 7:13)
(70인역 성경, 유딧기 7:13)
- ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων ἐθυσίαζον καὶ ἐπὶ τοὺς βουνοὺς ἔθυον, ὑποκάτω δρυὸς καὶ λεύκης καὶ δένδρου συσκιάζοντος, ὅτι καλὸν σκέπη. διὰ τοῦτο ἐκπορνεύσουσιν αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ αἱ νύμφαι ὑμῶν μοιχεύσουσι. (Septuagint, Prophetia Osee 4:13)
(70인역 성경, 호세아서 4:13)
- ΚΑΙ ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐμφανὲς τὸ ὄρος Κυρίου, ἕτοιμον ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, καὶ μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν. καὶ σπεύσουσι πρὸς αὐτὸ λαοί, (Septuagint, Prophetia Michaeae 4:1)
(70인역 성경, 미카서 4:1)
- ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων ἐξαλοῦνται καὶ ὡς φωνὴ φλογὸς πυρὸς κατεσθιούσης καλάμην καὶ ὡς λαὸς πολὺς καὶ ἰσχυρὸς παρατασσόμενος εἰς πόλεμον. (Septuagint, Prophetia Ioel 2:5)
(70인역 성경, 요엘서 2:5)
유의어
-
왕관
- βρεχμός (the top of the head)
- κάρα (the head or top of anything, as of a mountain)
-
mountain peak
- ἄκρον (최고, 정상)
- ῥίον (최고, 정상)
- σκοπιά (a lookout-place, a mountain-peak)
- πάγος (mountain peak, rocky hill)
- ὦρος (산, 메)
- παρωρείτης (산지 주민, 등산가)
- ὀρεστιάς (of the mountains)
- ὀρείτης (산지 주민, 등산가)
- ὀρειάς (산, 메, 언덕)
- Διάκριοι (the mountaineers)
- ἀκρολοφίτης (산지 주민, 등산가)
-
꼭대기
-
vertex of a triangle