Ancient Greek-English Dictionary Language

κολαστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κολαστικός κολαστική κολαστικόν

Structure: κολαστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kola/zw

Sense

  1. corrective

Examples

  • ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου μὴ δύνασθαι φέρειν μήτε τὰσ μικρὰσ ὀλιγωρήσεισ μήτε ἐλαττώσεισ, εἶναι δὲ κολαστικὸν καὶ τιμωρητικὸν καὶ εὐκίνητον πρὸσ ὀργὴν καὶ ὑπὸ ἔργου καὶ ὑπὸ λόγου τοῦ τυχόντοσ. (Aristotle, Virtues and Vices 30:2)
  • ἔστι δὲ ἀρετῆσ καὶ τὸ εὐεργετεῖν τοὺσ ἀξίουσ, καὶ τὸ φιλεῖν τοὺσ ἀγαθούσ, καὶ τὸ μήτε κολαστικὸν εἶναι μήτε τιμωρητικόν, ἀλλὰ ἵλεων καὶ εὐμενικὸν καὶ συγγνωμονικόν. (Aristotle, Virtues and Vices 45:1)
  • τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδεσ καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῖον οὐδ’ ὀλύμπιον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 9 18:2)
  • τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδεσ καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῖον οὐδ’ ὀλύμπιον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 9 6:1)
  • οὐ γὰρ μόνον ἀνίησι τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ κολαστικόν, ἀλλὰ καὶ ζῆλον ἐμποιεῖ πρὸσ ἑαυτὸν αἰδουμένῳ τὰ αἰσχρὰ τῇ τῶν καλῶν ὑπομνήσει καὶ παράδειγμα ποιουμένῳ τῶν βελτιόνων ἑαυτόν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 33 13:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION