헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοινόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοινόω

형태분석: κοινό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흔하게 하다, 공통으로 하다, 신성하지 않게 하다
  1. I make common, make unholy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοινῶ

(나는) 흔하게 한다

κοινοῖς

(너는) 흔하게 한다

κοινοῖ

(그는) 흔하게 한다

쌍수 κοινοῦτον

(너희 둘은) 흔하게 한다

κοινοῦτον

(그 둘은) 흔하게 한다

복수 κοινοῦμεν

(우리는) 흔하게 한다

κοινοῦτε

(너희는) 흔하게 한다

κοινοῦσιν*

(그들은) 흔하게 한다

접속법단수 κοινῶ

(나는) 흔하게 하자

κοινοῖς

(너는) 흔하게 하자

κοινοῖ

(그는) 흔하게 하자

쌍수 κοινῶτον

(너희 둘은) 흔하게 하자

κοινῶτον

(그 둘은) 흔하게 하자

복수 κοινῶμεν

(우리는) 흔하게 하자

κοινῶτε

(너희는) 흔하게 하자

κοινῶσιν*

(그들은) 흔하게 하자

기원법단수 κοινοῖμι

(나는) 흔하게 하기를 (바라다)

κοινοῖς

(너는) 흔하게 하기를 (바라다)

κοινοῖ

(그는) 흔하게 하기를 (바라다)

쌍수 κοινοῖτον

(너희 둘은) 흔하게 하기를 (바라다)

κοινοίτην

(그 둘은) 흔하게 하기를 (바라다)

복수 κοινοῖμεν

(우리는) 흔하게 하기를 (바라다)

κοινοῖτε

(너희는) 흔하게 하기를 (바라다)

κοινοῖεν

(그들은) 흔하게 하기를 (바라다)

명령법단수 κοίνου

(너는) 흔하게 해라

κοινούτω

(그는) 흔하게 해라

쌍수 κοινοῦτον

(너희 둘은) 흔하게 해라

κοινούτων

(그 둘은) 흔하게 해라

복수 κοινοῦτε

(너희는) 흔하게 해라

κοινούντων, κοινούτωσαν

(그들은) 흔하게 해라

부정사 κοινοῦν

흔하게 하는 것

분사 남성여성중성
κοινων

κοινουντος

κοινουσα

κοινουσης

κοινουν

κοινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοινοῦμαι

(나는) 흔하게 된다

κοινοῖ

(너는) 흔하게 된다

κοινοῦται

(그는) 흔하게 된다

쌍수 κοινοῦσθον

(너희 둘은) 흔하게 된다

κοινοῦσθον

(그 둘은) 흔하게 된다

복수 κοινούμεθα

(우리는) 흔하게 된다

κοινοῦσθε

(너희는) 흔하게 된다

κοινοῦνται

(그들은) 흔하게 된다

접속법단수 κοινῶμαι

(나는) 흔하게 되자

κοινοῖ

(너는) 흔하게 되자

κοινῶται

(그는) 흔하게 되자

쌍수 κοινῶσθον

(너희 둘은) 흔하게 되자

κοινῶσθον

(그 둘은) 흔하게 되자

복수 κοινώμεθα

(우리는) 흔하게 되자

κοινῶσθε

(너희는) 흔하게 되자

κοινῶνται

(그들은) 흔하게 되자

기원법단수 κοινοίμην

(나는) 흔하게 되기를 (바라다)

κοινοῖο

(너는) 흔하게 되기를 (바라다)

κοινοῖτο

(그는) 흔하게 되기를 (바라다)

쌍수 κοινοῖσθον

(너희 둘은) 흔하게 되기를 (바라다)

κοινοίσθην

(그 둘은) 흔하게 되기를 (바라다)

복수 κοινοίμεθα

(우리는) 흔하게 되기를 (바라다)

κοινοῖσθε

(너희는) 흔하게 되기를 (바라다)

κοινοῖντο

(그들은) 흔하게 되기를 (바라다)

명령법단수 κοινοῦ

(너는) 흔하게 되어라

κοινούσθω

(그는) 흔하게 되어라

쌍수 κοινοῦσθον

(너희 둘은) 흔하게 되어라

κοινούσθων

(그 둘은) 흔하게 되어라

복수 κοινοῦσθε

(너희는) 흔하게 되어라

κοινούσθων, κοινούσθωσαν

(그들은) 흔하게 되어라

부정사 κοινοῦσθαι

흔하게 되는 것

분사 남성여성중성
κοινουμενος

κοινουμενου

κοινουμενη

κοινουμενης

κοινουμενον

κοινουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοίνουν

(나는) 흔하게 하고 있었다

ἐκοίνους

(너는) 흔하게 하고 있었다

ἐκοίνουν*

(그는) 흔하게 하고 있었다

쌍수 ἐκοινοῦτον

(너희 둘은) 흔하게 하고 있었다

ἐκοινούτην

(그 둘은) 흔하게 하고 있었다

복수 ἐκοινοῦμεν

(우리는) 흔하게 하고 있었다

ἐκοινοῦτε

(너희는) 흔하게 하고 있었다

ἐκοίνουν

(그들은) 흔하게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοινούμην

(나는) 흔하게 되고 있었다

ἐκοινοῦ

(너는) 흔하게 되고 있었다

ἐκοινοῦτο

(그는) 흔하게 되고 있었다

쌍수 ἐκοινοῦσθον

(너희 둘은) 흔하게 되고 있었다

ἐκοινούσθην

(그 둘은) 흔하게 되고 있었다

복수 ἐκοινούμεθα

(우리는) 흔하게 되고 있었다

ἐκοινοῦσθε

(너희는) 흔하게 되고 있었다

ἐκοινοῦντο

(그들은) 흔하게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ εἰᾶ, τυφλῷ τῷδ’ ὑπηρέτει πατρί, ἐπεὶ προθυμῇ τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆσ. (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 4:41)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, iambic 4:41)

  • δοκεῖ δ’ ἄν μοί τισ καὶ δόγμα παρ’ αὐτῶν ποιήσασθαι, ὥσπερ τὸν ὑπὸ τῆσ ἐχίδνησ φασὶ πληγέντα μὴ ἐθέλειν ἑτέρῳ λέγειν ἀλλ’ ἢ ὅστισ πεπείραται, οὕτω καὶ τῶν περὶ τῆσ πόλεωσ καλῶν ἰδὼν ἰδόντι μόνον κοινοῦσθαι, ἢ μέλλοντί γε αὐτίκα, εἰσ ἑτέρουσ δὲ οὐκ ἂν ῥᾳδίωσ τοὺσ λόγουσ ἐκφέρειν ὥσπερ εἰσ βεβήλουσ ἱερά· (Aristides, Aelius, Orationes, 6:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:8)

  • ἔδοξεν οὖν ἡμῖν οὐ χεῖρον εἶναι μεταπέμψασθαι καὶ τὸν νεωκόρον τὸν Ἀσκληπιακὸν, ᾤκουν δ’ ἐν αὐτοῦ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, καὶ ἅμα εἰώθειν κοινοῦσθαι τὰ πολλὰ τῶν ἐνυπνίων αὐτῷ. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:12)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 8:12)

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION