- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεράτινος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: keratinos 고전 발음: [께라띠노] 신약 발음: [깨라띠노]

기본형: κεράτινος κεράτινη κεράτινον

형태분석: κερατιν (어간) + ος (어미)

어원: κέρας

  1. 뿔의
  1. of horn

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κεράτινος

뿔의 (이)가

κερατίνη

뿔의 (이)가

κεράτινον

뿔의 (것)가

속격 κερατίνου

뿔의 (이)의

κερατίνης

뿔의 (이)의

κερατίνου

뿔의 (것)의

여격 κερατίνῳ

뿔의 (이)에게

κερατίνῃ

뿔의 (이)에게

κερατίνῳ

뿔의 (것)에게

대격 κεράτινον

뿔의 (이)를

κερατίνην

뿔의 (이)를

κεράτινον

뿔의 (것)를

호격 κεράτινε

뿔의 (이)야

κερατίνη

뿔의 (이)야

κεράτινον

뿔의 (것)야

쌍수주/대/호 κερατίνω

뿔의 (이)들이

κερατίνα

뿔의 (이)들이

κερατίνω

뿔의 (것)들이

속/여 κερατίνοιν

뿔의 (이)들의

κερατίναιν

뿔의 (이)들의

κερατίνοιν

뿔의 (것)들의

복수주격 κεράτινοι

뿔의 (이)들이

κεράτιναι

뿔의 (이)들이

κεράτινα

뿔의 (것)들이

속격 κερατίνων

뿔의 (이)들의

κερατινῶν

뿔의 (이)들의

κερατίνων

뿔의 (것)들의

여격 κερατίνοις

뿔의 (이)들에게

κερατίναις

뿔의 (이)들에게

κερατίνοις

뿔의 (것)들에게

대격 κερατίνους

뿔의 (이)들을

κερατίνας

뿔의 (이)들을

κεράτινα

뿔의 (것)들을

호격 κεράτινοι

뿔의 (이)들아

κεράτιναι

뿔의 (이)들아

κεράτινα

뿔의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθεν Ἀὼδ εἰς γῆν Ἰσραήλ, καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ ἐν τῷ ὄρει Ἐφραίμ. καὶ κατέβησαν σὺν αὐτῷ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ αὐτὸς ἔμπροσθεν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudicum 3:27)

    (70인역 성경, 판관기 3:27)

  • καὶ πνεῦμα Κυρίου ἐνεδυνάμωσε τὸν Γεδεών, καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ καὶ ἐφοβήθη Ἀβιέζερ ὀπίσω αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 6:34)

    (70인역 성경, 판관기 6:34)

  • καὶ σαλπιῶ ἐν τῇ κερατίνῃ ἐγώ, καὶ πάντες μετ᾿ ἐμοῦ σαλπιεῖτε ἐν ταῖς κερατίναις κύκλῳ ὅλης τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐρεῖτε. τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών. (Septuagint, Liber Iudicum 7:18)

    (70인역 성경, 판관기 7:18)

  • καὶ εἰσῆλθε Γεδεὼν καὶ οἱ ἑκατὸν ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φυλακῆς μέσης καὶ ἐγείροντες ἤγειραν τοὺς φυλάσσοντας καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς κερατίναις καὶ ἐξετίναξαν τὰς ὑδρίας τὰς ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudicum 7:19)

    (70인역 성경, 판관기 7:19)

유의어

  1. 뿔의

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION