헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεράμιον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεράμιον κεράμιου

형태분석: κεραμι (어간) + ον (어미)

어원: ke/ramos

  1. 단지, 독, 항아리
  1. an earthenware vessel, a jar

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κεράμιον

단지가

κεραμίω

단지들이

κεράμια

단지들이

속격 κεραμίου

단지의

κεραμίοιν

단지들의

κεραμίων

단지들의

여격 κεραμίῳ

단지에게

κεραμίοιν

단지들에게

κεραμίοις

단지들에게

대격 κεράμιον

단지를

κεραμίω

단지들을

κεράμια

단지들을

호격 κεράμιον

단지야

κεραμίω

단지들아

κεράμια

단지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ πτῶμα αὐτῆσ ἔσται ὡσ σύντριμμα ἀγγείου ὀστρακίνου, ἐκ κεραμίου λεπτὰ ὥστε μὴ εὑρεῖν ἐν αὐτοῖσ ὄστρακον, ἐν ᾧ πῦρ ἀρεῖσ καὶ ἐν ᾧ ἀποσυριεῖσ ὕδωρ μικρόν. (Septuagint, Liber Isaiae 30:14)

    (70인역 성경, 이사야서 30:14)

  • ἕλκοντεσ οὖν ἐκεῖνοι διὰ τοῦ κεραμίου τὸ ὑγρὸν εἰσ αὑτοὺσ ὄγκον μὲν καὶ βάροσ προσκτῶνται, κατάδηλοι δ’ οὐ πάνυ γίγνονται τοῖσ ὁρῶσιν, εἰ μή τισ προπεπυσμένοσ ἤδη περιεργότερον ἐπισκοποῖτο. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1480)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1480)

  • "καὶ κεραμίου στενοῦ κομισθέντοσ, εἰσ τοῦτο τὸν ἀσθενῆ πόδα καθεὶσ ἐξέπιε τὸ ποτήριον, οἱ δ’ ἄλλοι πάντεσ, ὡσ ἐφαίνετο πειρωμένοισ ἀδύνατον, ἀπέτισαν τὴν ζημίαν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 8:19)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 8:19)

유의어

  1. 단지

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION