헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατρίβω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατρίβω κατατρίψω κατατέτριφα

형태분석: κατα (접두사) + τρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닳다
  2. 닳아 없어지다
  3. 지치게 하다
  4. 다 쓰다, 없애다, 모두 쓰다
  5. 낭비하다, 헤프게 쓰다
  1. to rub down or away;
  2. to wear out
  3. to wear out, exhaust, to be quite worn out
  4. to wear it away, get rid of it, to employ, fully, to pass one's whole time
  5. to squander

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρίβω

(나는) 닳는다

κατατρίβεις

(너는) 닳는다

κατατρίβει

(그는) 닳는다

쌍수 κατατρίβετον

(너희 둘은) 닳는다

κατατρίβετον

(그 둘은) 닳는다

복수 κατατρίβομεν

(우리는) 닳는다

κατατρίβετε

(너희는) 닳는다

κατατρίβουσιν*

(그들은) 닳는다

접속법단수 κατατρίβω

(나는) 닳자

κατατρίβῃς

(너는) 닳자

κατατρίβῃ

(그는) 닳자

쌍수 κατατρίβητον

(너희 둘은) 닳자

κατατρίβητον

(그 둘은) 닳자

복수 κατατρίβωμεν

(우리는) 닳자

κατατρίβητε

(너희는) 닳자

κατατρίβωσιν*

(그들은) 닳자

기원법단수 κατατρίβοιμι

(나는) 닳기를 (바라다)

κατατρίβοις

(너는) 닳기를 (바라다)

κατατρίβοι

(그는) 닳기를 (바라다)

쌍수 κατατρίβοιτον

(너희 둘은) 닳기를 (바라다)

κατατριβοίτην

(그 둘은) 닳기를 (바라다)

복수 κατατρίβοιμεν

(우리는) 닳기를 (바라다)

κατατρίβοιτε

(너희는) 닳기를 (바라다)

κατατρίβοιεν

(그들은) 닳기를 (바라다)

명령법단수 κατατρίβε

(너는) 닳아라

κατατριβέτω

(그는) 닳아라

쌍수 κατατρίβετον

(너희 둘은) 닳아라

κατατριβέτων

(그 둘은) 닳아라

복수 κατατρίβετε

(너희는) 닳아라

κατατριβόντων, κατατριβέτωσαν

(그들은) 닳아라

부정사 κατατρίβειν

닳는 것

분사 남성여성중성
κατατριβων

κατατριβοντος

κατατριβουσα

κατατριβουσης

κατατριβον

κατατριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρίβομαι

(나는) 닳어진다

κατατρίβει, κατατρίβῃ

(너는) 닳어진다

κατατρίβεται

(그는) 닳어진다

쌍수 κατατρίβεσθον

(너희 둘은) 닳어진다

κατατρίβεσθον

(그 둘은) 닳어진다

복수 κατατριβόμεθα

(우리는) 닳어진다

κατατρίβεσθε

(너희는) 닳어진다

κατατρίβονται

(그들은) 닳어진다

접속법단수 κατατρίβωμαι

(나는) 닳어지자

κατατρίβῃ

(너는) 닳어지자

κατατρίβηται

(그는) 닳어지자

쌍수 κατατρίβησθον

(너희 둘은) 닳어지자

κατατρίβησθον

(그 둘은) 닳어지자

복수 κατατριβώμεθα

(우리는) 닳어지자

κατατρίβησθε

(너희는) 닳어지자

κατατρίβωνται

(그들은) 닳어지자

기원법단수 κατατριβοίμην

(나는) 닳어지기를 (바라다)

κατατρίβοιο

(너는) 닳어지기를 (바라다)

κατατρίβοιτο

(그는) 닳어지기를 (바라다)

쌍수 κατατρίβοισθον

(너희 둘은) 닳어지기를 (바라다)

κατατριβοίσθην

(그 둘은) 닳어지기를 (바라다)

복수 κατατριβοίμεθα

(우리는) 닳어지기를 (바라다)

κατατρίβοισθε

(너희는) 닳어지기를 (바라다)

κατατρίβοιντο

(그들은) 닳어지기를 (바라다)

명령법단수 κατατρίβου

(너는) 닳어져라

κατατριβέσθω

(그는) 닳어져라

쌍수 κατατρίβεσθον

(너희 둘은) 닳어져라

κατατριβέσθων

(그 둘은) 닳어져라

복수 κατατρίβεσθε

(너희는) 닳어져라

κατατριβέσθων, κατατριβέσθωσαν

(그들은) 닳어져라

부정사 κατατρίβεσθαι

닳어지는 것

분사 남성여성중성
κατατριβομενος

κατατριβομενου

κατατριβομενη

κατατριβομενης

κατατριβομενον

κατατριβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρίψω

(나는) 닳겠다

κατατρίψεις

(너는) 닳겠다

κατατρίψει

(그는) 닳겠다

쌍수 κατατρίψετον

(너희 둘은) 닳겠다

κατατρίψετον

(그 둘은) 닳겠다

복수 κατατρίψομεν

(우리는) 닳겠다

κατατρίψετε

(너희는) 닳겠다

κατατρίψουσιν*

(그들은) 닳겠다

기원법단수 κατατρίψοιμι

(나는) 닳겠기를 (바라다)

κατατρίψοις

(너는) 닳겠기를 (바라다)

κατατρίψοι

(그는) 닳겠기를 (바라다)

쌍수 κατατρίψοιτον

(너희 둘은) 닳겠기를 (바라다)

κατατριψοίτην

(그 둘은) 닳겠기를 (바라다)

복수 κατατρίψοιμεν

(우리는) 닳겠기를 (바라다)

κατατρίψοιτε

(너희는) 닳겠기를 (바라다)

κατατρίψοιεν

(그들은) 닳겠기를 (바라다)

부정사 κατατρίψειν

닳을 것

분사 남성여성중성
κατατριψων

κατατριψοντος

κατατριψουσα

κατατριψουσης

κατατριψον

κατατριψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρίψομαι

(나는) 닳어지겠다

κατατρίψει, κατατρίψῃ

(너는) 닳어지겠다

κατατρίψεται

(그는) 닳어지겠다

쌍수 κατατρίψεσθον

(너희 둘은) 닳어지겠다

κατατρίψεσθον

(그 둘은) 닳어지겠다

복수 κατατριψόμεθα

(우리는) 닳어지겠다

κατατρίψεσθε

(너희는) 닳어지겠다

κατατρίψονται

(그들은) 닳어지겠다

기원법단수 κατατριψοίμην

(나는) 닳어지겠기를 (바라다)

κατατρίψοιο

(너는) 닳어지겠기를 (바라다)

κατατρίψοιτο

(그는) 닳어지겠기를 (바라다)

쌍수 κατατρίψοισθον

(너희 둘은) 닳어지겠기를 (바라다)

κατατριψοίσθην

(그 둘은) 닳어지겠기를 (바라다)

복수 κατατριψοίμεθα

(우리는) 닳어지겠기를 (바라다)

κατατρίψοισθε

(너희는) 닳어지겠기를 (바라다)

κατατρίψοιντο

(그들은) 닳어지겠기를 (바라다)

부정사 κατατρίψεσθαι

닳어질 것

분사 남성여성중성
κατατριψομενος

κατατριψομενου

κατατριψομενη

κατατριψομενης

κατατριψομενον

κατατριψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέτριβον

(나는) 닳고 있었다

κατέτριβες

(너는) 닳고 있었다

κατέτριβεν*

(그는) 닳고 있었다

쌍수 κατετρίβετον

(너희 둘은) 닳고 있었다

κατετριβέτην

(그 둘은) 닳고 있었다

복수 κατετρίβομεν

(우리는) 닳고 있었다

κατετρίβετε

(너희는) 닳고 있었다

κατέτριβον

(그들은) 닳고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετριβόμην

(나는) 닳어지고 있었다

κατετρίβου

(너는) 닳어지고 있었다

κατετρίβετο

(그는) 닳어지고 있었다

쌍수 κατετρίβεσθον

(너희 둘은) 닳어지고 있었다

κατετριβέσθην

(그 둘은) 닳어지고 있었다

복수 κατετριβόμεθα

(우리는) 닳어지고 있었다

κατετρίβεσθε

(너희는) 닳어지고 있었다

κατετρίβοντο

(그들은) 닳어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα, τέκνον, κλαίουσα κατατρίψεισ τὸ πρόσωπον, καὶ παραριγώσεισ μαινομένου προθύροισ; (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 432)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 432)

유의어

  1. 닳다

  2. 닳아 없어지다

  3. 지치게 하다

  4. 낭비하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION