헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλύζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακλύζω κλύσω

형태분석: κατα (접두사) + κλύζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 압도하다, 넘치다, 덮다, 부담을 지우다, 퍼뜨리다, 폐허로 만들다, 파괴하다
  2. 씻기다, 씻어내다
  1. to dash over, flood, deluge, inundate, to deluge, overwhelm
  2. to wash down or away
  3. to wash out, wash away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλύζω

(나는) 압도한다

κατακλύζεις

(너는) 압도한다

κατακλύζει

(그는) 압도한다

쌍수 κατακλύζετον

(너희 둘은) 압도한다

κατακλύζετον

(그 둘은) 압도한다

복수 κατακλύζομεν

(우리는) 압도한다

κατακλύζετε

(너희는) 압도한다

κατακλύζουσιν*

(그들은) 압도한다

접속법단수 κατακλύζω

(나는) 압도하자

κατακλύζῃς

(너는) 압도하자

κατακλύζῃ

(그는) 압도하자

쌍수 κατακλύζητον

(너희 둘은) 압도하자

κατακλύζητον

(그 둘은) 압도하자

복수 κατακλύζωμεν

(우리는) 압도하자

κατακλύζητε

(너희는) 압도하자

κατακλύζωσιν*

(그들은) 압도하자

기원법단수 κατακλύζοιμι

(나는) 압도하기를 (바라다)

κατακλύζοις

(너는) 압도하기를 (바라다)

κατακλύζοι

(그는) 압도하기를 (바라다)

쌍수 κατακλύζοιτον

(너희 둘은) 압도하기를 (바라다)

κατακλυζοίτην

(그 둘은) 압도하기를 (바라다)

복수 κατακλύζοιμεν

(우리는) 압도하기를 (바라다)

κατακλύζοιτε

(너희는) 압도하기를 (바라다)

κατακλύζοιεν

(그들은) 압도하기를 (바라다)

명령법단수 κατακλύζε

(너는) 압도해라

κατακλυζέτω

(그는) 압도해라

쌍수 κατακλύζετον

(너희 둘은) 압도해라

κατακλυζέτων

(그 둘은) 압도해라

복수 κατακλύζετε

(너희는) 압도해라

κατακλυζόντων, κατακλυζέτωσαν

(그들은) 압도해라

부정사 κατακλύζειν

압도하는 것

분사 남성여성중성
κατακλυζων

κατακλυζοντος

κατακλυζουσα

κατακλυζουσης

κατακλυζον

κατακλυζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλύζομαι

(나는) 압도된다

κατακλύζει, κατακλύζῃ

(너는) 압도된다

κατακλύζεται

(그는) 압도된다

쌍수 κατακλύζεσθον

(너희 둘은) 압도된다

κατακλύζεσθον

(그 둘은) 압도된다

복수 κατακλυζόμεθα

(우리는) 압도된다

κατακλύζεσθε

(너희는) 압도된다

κατακλύζονται

(그들은) 압도된다

접속법단수 κατακλύζωμαι

(나는) 압도되자

κατακλύζῃ

(너는) 압도되자

κατακλύζηται

(그는) 압도되자

쌍수 κατακλύζησθον

(너희 둘은) 압도되자

κατακλύζησθον

(그 둘은) 압도되자

복수 κατακλυζώμεθα

(우리는) 압도되자

κατακλύζησθε

(너희는) 압도되자

κατακλύζωνται

(그들은) 압도되자

기원법단수 κατακλυζοίμην

(나는) 압도되기를 (바라다)

κατακλύζοιο

(너는) 압도되기를 (바라다)

κατακλύζοιτο

(그는) 압도되기를 (바라다)

쌍수 κατακλύζοισθον

(너희 둘은) 압도되기를 (바라다)

κατακλυζοίσθην

(그 둘은) 압도되기를 (바라다)

복수 κατακλυζοίμεθα

(우리는) 압도되기를 (바라다)

κατακλύζοισθε

(너희는) 압도되기를 (바라다)

κατακλύζοιντο

(그들은) 압도되기를 (바라다)

명령법단수 κατακλύζου

(너는) 압도되어라

κατακλυζέσθω

(그는) 압도되어라

쌍수 κατακλύζεσθον

(너희 둘은) 압도되어라

κατακλυζέσθων

(그 둘은) 압도되어라

복수 κατακλύζεσθε

(너희는) 압도되어라

κατακλυζέσθων, κατακλυζέσθωσαν

(그들은) 압도되어라

부정사 κατακλύζεσθαι

압도되는 것

분사 남성여성중성
κατακλυζομενος

κατακλυζομενου

κατακλυζομενη

κατακλυζομενης

κατακλυζομενον

κατακλυζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκλυζον

(나는) 압도하고 있었다

κατέκλυζες

(너는) 압도하고 있었다

κατέκλυζεν*

(그는) 압도하고 있었다

쌍수 κατεκλύζετον

(너희 둘은) 압도하고 있었다

κατεκλυζέτην

(그 둘은) 압도하고 있었다

복수 κατεκλύζομεν

(우리는) 압도하고 있었다

κατεκλύζετε

(너희는) 압도하고 있었다

κατέκλυζον

(그들은) 압도하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκλυζόμην

(나는) 압도되고 있었다

κατεκλύζου

(너는) 압도되고 있었다

κατεκλύζετο

(그는) 압도되고 있었다

쌍수 κατεκλύζεσθον

(너희 둘은) 압도되고 있었다

κατεκλυζέσθην

(그 둘은) 압도되고 있었다

복수 κατεκλυζόμεθα

(우리는) 압도되고 있었다

κατεκλύζεσθε

(너희는) 압도되고 있었다

κατεκλύζοντο

(그들은) 압도되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὠμοβοείου μοι παραθεὶσ τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ τρία μοι κεράσασ ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεισ ἐπιγράμμασιν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1371)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1371)

  • ἐνίοτε δὲ τηλικοῦτον ἐκ τοῦ πελάγουσ εἰσ τὴν χέρσον κυλινδεῖται κῦμα καὶ τὰσ ῥαχίασ ἐφ’ ἡμέρασ πολλὰσ κατακλύζει λάβρον, ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῖσ τόποισ προσεγγίζειν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 16 4:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 16 4:2)

  • ἡ δὲ ἐπεισέρρει πολλὴ κατὰ πρῷραν καὶ κατὰ πρύμναν ἡ θάλαττα, καὶ κατεκλυζόμην τῷ τε ἀνέμῳ καὶ τοῖσ κύμασι, καὶ ταῦτα ἐγίγνετο ἡμέραν καὶ νύκτα. (Aristides, Aelius, Orationes, 15:17)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 15:17)

  • μυθεύουσι δ’, ὅτε πρῶτον ἐκ τῶν ὀρῶν οἱ ποταμοὶ κατεφέροντο οὗτοι, κωλυομένουσ ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων μὴ συμπεσόντεσ εἰσ ἓν κατακλύζοιεν τὴν χώραν, ὑποσχέσθαι μὴ κατακλύσειν, καὶ φυλάξαι τὴν πίστιν. (Strabo, Geography, book 5, chapter 2 10:18)

    (스트라본, 지리학, book 5, chapter 2 10:18)

  • οὐ μένει δ’ ὁ Νέστοσ ἐπὶ ταὐτοῦ ῥείθρου διὰ παντόσ, ἀλλὰ κατακλύζει τὴν χώραν πολλάκισ. (Strabo, Geography, Book 7, chapter fragments 96:4)

    (스트라본, 지리학, Book 7, chapter fragments 96:4)

유의어

  1. to wash down or away

  2. 씻기다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION