헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκάπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασκάπτω κατασκάψω

형태분석: κατα (접두사) + σκάπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전복시키다, 완전히 파괴하다, 끌어내리다, 파괴하다, 뒤엎다
  1. to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκάπτω

(나는) 전복시킨다

κατασκάπτεις

(너는) 전복시킨다

κατασκάπτει

(그는) 전복시킨다

쌍수 κατασκάπτετον

(너희 둘은) 전복시킨다

κατασκάπτετον

(그 둘은) 전복시킨다

복수 κατασκάπτομεν

(우리는) 전복시킨다

κατασκάπτετε

(너희는) 전복시킨다

κατασκάπτουσιν*

(그들은) 전복시킨다

접속법단수 κατασκάπτω

(나는) 전복시키자

κατασκάπτῃς

(너는) 전복시키자

κατασκάπτῃ

(그는) 전복시키자

쌍수 κατασκάπτητον

(너희 둘은) 전복시키자

κατασκάπτητον

(그 둘은) 전복시키자

복수 κατασκάπτωμεν

(우리는) 전복시키자

κατασκάπτητε

(너희는) 전복시키자

κατασκάπτωσιν*

(그들은) 전복시키자

기원법단수 κατασκάπτοιμι

(나는) 전복시키기를 (바라다)

κατασκάπτοις

(너는) 전복시키기를 (바라다)

κατασκάπτοι

(그는) 전복시키기를 (바라다)

쌍수 κατασκάπτοιτον

(너희 둘은) 전복시키기를 (바라다)

κατασκαπτοίτην

(그 둘은) 전복시키기를 (바라다)

복수 κατασκάπτοιμεν

(우리는) 전복시키기를 (바라다)

κατασκάπτοιτε

(너희는) 전복시키기를 (바라다)

κατασκάπτοιεν

(그들은) 전복시키기를 (바라다)

명령법단수 κατασκάπτε

(너는) 전복시켜라

κατασκαπτέτω

(그는) 전복시켜라

쌍수 κατασκάπτετον

(너희 둘은) 전복시켜라

κατασκαπτέτων

(그 둘은) 전복시켜라

복수 κατασκάπτετε

(너희는) 전복시켜라

κατασκαπτόντων, κατασκαπτέτωσαν

(그들은) 전복시켜라

부정사 κατασκάπτειν

전복시키는 것

분사 남성여성중성
κατασκαπτων

κατασκαπτοντος

κατασκαπτουσα

κατασκαπτουσης

κατασκαπτον

κατασκαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκάπτομαι

(나는) 전복한다

κατασκάπτει, κατασκάπτῃ

(너는) 전복한다

κατασκάπτεται

(그는) 전복한다

쌍수 κατασκάπτεσθον

(너희 둘은) 전복한다

κατασκάπτεσθον

(그 둘은) 전복한다

복수 κατασκαπτόμεθα

(우리는) 전복한다

κατασκάπτεσθε

(너희는) 전복한다

κατασκάπτονται

(그들은) 전복한다

접속법단수 κατασκάπτωμαι

(나는) 전복하자

κατασκάπτῃ

(너는) 전복하자

κατασκάπτηται

(그는) 전복하자

쌍수 κατασκάπτησθον

(너희 둘은) 전복하자

κατασκάπτησθον

(그 둘은) 전복하자

복수 κατασκαπτώμεθα

(우리는) 전복하자

κατασκάπτησθε

(너희는) 전복하자

κατασκάπτωνται

(그들은) 전복하자

기원법단수 κατασκαπτοίμην

(나는) 전복하기를 (바라다)

κατασκάπτοιο

(너는) 전복하기를 (바라다)

κατασκάπτοιτο

(그는) 전복하기를 (바라다)

쌍수 κατασκάπτοισθον

(너희 둘은) 전복하기를 (바라다)

κατασκαπτοίσθην

(그 둘은) 전복하기를 (바라다)

복수 κατασκαπτοίμεθα

(우리는) 전복하기를 (바라다)

κατασκάπτοισθε

(너희는) 전복하기를 (바라다)

κατασκάπτοιντο

(그들은) 전복하기를 (바라다)

명령법단수 κατασκάπτου

(너는) 전복해라

κατασκαπτέσθω

(그는) 전복해라

쌍수 κατασκάπτεσθον

(너희 둘은) 전복해라

κατασκαπτέσθων

(그 둘은) 전복해라

복수 κατασκάπτεσθε

(너희는) 전복해라

κατασκαπτέσθων, κατασκαπτέσθωσαν

(그들은) 전복해라

부정사 κατασκάπτεσθαι

전복하는 것

분사 남성여성중성
κατασκαπτομενος

κατασκαπτομενου

κατασκαπτομενη

κατασκαπτομενης

κατασκαπτομενον

κατασκαπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκάψω

(나는) 전복시키겠다

κατασκάψεις

(너는) 전복시키겠다

κατασκάψει

(그는) 전복시키겠다

쌍수 κατασκάψετον

(너희 둘은) 전복시키겠다

κατασκάψετον

(그 둘은) 전복시키겠다

복수 κατασκάψομεν

(우리는) 전복시키겠다

κατασκάψετε

(너희는) 전복시키겠다

κατασκάψουσιν*

(그들은) 전복시키겠다

기원법단수 κατασκάψοιμι

(나는) 전복시키겠기를 (바라다)

κατασκάψοις

(너는) 전복시키겠기를 (바라다)

κατασκάψοι

(그는) 전복시키겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκάψοιτον

(너희 둘은) 전복시키겠기를 (바라다)

κατασκαψοίτην

(그 둘은) 전복시키겠기를 (바라다)

복수 κατασκάψοιμεν

(우리는) 전복시키겠기를 (바라다)

κατασκάψοιτε

(너희는) 전복시키겠기를 (바라다)

κατασκάψοιεν

(그들은) 전복시키겠기를 (바라다)

부정사 κατασκάψειν

전복시킬 것

분사 남성여성중성
κατασκαψων

κατασκαψοντος

κατασκαψουσα

κατασκαψουσης

κατασκαψον

κατασκαψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκάψομαι

(나는) 전복하겠다

κατασκάψει, κατασκάψῃ

(너는) 전복하겠다

κατασκάψεται

(그는) 전복하겠다

쌍수 κατασκάψεσθον

(너희 둘은) 전복하겠다

κατασκάψεσθον

(그 둘은) 전복하겠다

복수 κατασκαψόμεθα

(우리는) 전복하겠다

κατασκάψεσθε

(너희는) 전복하겠다

κατασκάψονται

(그들은) 전복하겠다

기원법단수 κατασκαψοίμην

(나는) 전복하겠기를 (바라다)

κατασκάψοιο

(너는) 전복하겠기를 (바라다)

κατασκάψοιτο

(그는) 전복하겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκάψοισθον

(너희 둘은) 전복하겠기를 (바라다)

κατασκαψοίσθην

(그 둘은) 전복하겠기를 (바라다)

복수 κατασκαψοίμεθα

(우리는) 전복하겠기를 (바라다)

κατασκάψοισθε

(너희는) 전복하겠기를 (바라다)

κατασκάψοιντο

(그들은) 전복하겠기를 (바라다)

부정사 κατασκάψεσθαι

전복할 것

분사 남성여성중성
κατασκαψομενος

κατασκαψομενου

κατασκαψομενη

κατασκαψομενης

κατασκαψομενον

κατασκαψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέσκαπτον

(나는) 전복시키고 있었다

κατέσκαπτες

(너는) 전복시키고 있었다

κατέσκαπτεν*

(그는) 전복시키고 있었다

쌍수 κατεσκάπτετον

(너희 둘은) 전복시키고 있었다

κατεσκαπτέτην

(그 둘은) 전복시키고 있었다

복수 κατεσκάπτομεν

(우리는) 전복시키고 있었다

κατεσκάπτετε

(너희는) 전복시키고 있었다

κατέσκαπτον

(그들은) 전복시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσκαπτόμην

(나는) 전복하고 있었다

κατεσκάπτου

(너는) 전복하고 있었다

κατεσκάπτετο

(그는) 전복하고 있었다

쌍수 κατεσκάπτεσθον

(너희 둘은) 전복하고 있었다

κατεσκαπτέσθην

(그 둘은) 전복하고 있었다

복수 κατεσκαπτόμεθα

(우리는) 전복하고 있었다

κατεσκάπτεσθε

(너희는) 전복하고 있었다

κατεσκάπτοντο

(그들은) 전복하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατασκαπτομένησ δὲ ἀκροπόλεωσ καὶ ἱερῶν καὶ τῆσ πόλεωσ ἄρδην ἀπολλυμένησ καὶ τῆσ χώρασ οὐκ οἶδ’ οἷστισιν ἀνθρώπων διδομένησ, οὐδὲν τούτων ἄρα οἰέσθε οὔτε πρὸσ τοὺσ ἄλλουσ θεοὺσ οὔτε πρὸσ τὴν Ἀθηνᾶν εἶναι, ἣ κοινὴ μὲν ἀρχηγέτισ ἀμφοῖν ταῖν πόλεοιν, τῆσ δ’ ἐκείνων τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει; (Aristides, Aelius, Orationes, 7:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 7:4)

유의어

  1. 전복시키다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION