헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακούργημα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κακούργημα κακούργηματος

형태분석: κακουργηματ (어간)

어원: from kakourgo/s

  1. 협잡질, 거짓, 위조
  1. an ill deed, fraud

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κακούργημα

협잡질이

κακουργήματε

협잡질들이

κακουργήματα

협잡질들이

속격 κακουργήματος

협잡질의

κακουργημάτοιν

협잡질들의

κακουργημάτων

협잡질들의

여격 κακουργήματι

협잡질에게

κακουργημάτοιν

협잡질들에게

κακουργήμασιν*

협잡질들에게

대격 κακούργημα

협잡질을

κακουργήματε

협잡질들을

κακουργήματα

협잡질들을

호격 κακούργημα

협잡질아

κακουργήματε

협잡질들아

κακουργήματα

협잡질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ουσ, ἵνα μηδεὶσ παρασκευάζηι μήτε τὸν ἐπὶ τὸ ὕδωρ μήτε τοὺσ ἐπὶ τὰσ ψήφουσ, μηδὲ γίγνηται περὶ ταῦτα κακούργημα μηδέν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 66 2:5)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 66 2:5)

  • ἐπεὶ δὲ σωθεῖσαι πρὸσ τὸν Ποπλικόλαν ἧκον, οὐκ ἐθαύμασεν οὐδ’ ἠγάπησεν, ἀλλ’ ἠνιάθη, ὅτι Πορσίνα κακίων ἐν πίστει φανεῖται, καὶ τὸ τόλμημα τῶν παρθένων αἰτίαν ἕξει κακούργημα Ῥωμαίων γεγονέναι. (Plutarch, Publicola, chapter 19 2:2)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 19 2:2)

  • ἢ πῶσ οὐ φανερόν ἐστιν ὑμῖν τὸ τούτου κακούργημα ἐξ αὐτῶν ὧν ἔπραττεν; (Demosthenes, Speeches 31-40, 43:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 43:2)

  • ἕτερον δ’ εὐθὺσ ἐφεξῆσ ἔτι τούτου μεῖζον κακούργημα θεάσασθε. (Demosthenes, Speeches 11-20, 44:3)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 44:3)

  • εἰ μὲν οὖν ὁ δῆμοσ εὖ προπαθὼν ἐξέλιπε τὰσ δι’ ἐμοῦ τῇ βουλῇ γενομένασ ὑποσχέσεισ, ἐκεῖνά μοι ἀπολογητέα ἦν, ὅτι ἐψεύσασθε ὑμεῖσ, ἐν ἐμοὶ δ’ οὐδὲν κακούργημα ἦν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 44 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 44 1:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION