- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακηγορία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakēgoria 고전 발음: [까께:고리아] 신약 발음: [까께고리아]

기본형: κακηγορία

형태분석: κακηγορι (어간) + α (어미)

어원: from κακήγορος

  1. 모욕, 중상, 욕, 악담, 오용
  1. evil-speaking, abuse, slander, for defamation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κακηγορία

모욕이

κακηγορία

모욕들이

κακηγορίαι

모욕들이

속격 κακηγορίας

모욕의

κακηγορίαιν

모욕들의

κακηγοριῶν

모욕들의

여격 κακηγορίᾳ

모욕에게

κακηγορίαιν

모욕들에게

κακηγορίαις

모욕들에게

대격 κακηγορίαν

모욕을

κακηγορία

모욕들을

κακηγορίας

모욕들을

호격 κακηγορία

모욕아

κακηγορία

모욕들아

κακηγορίαι

모욕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ ψόγος καὶ ἡ κακηγορία. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 30)

    (작자 미상, 비가, , 30)

  • ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν συναλλαγμάτων τούτων ἑκούσιος, τῶν δ ἀκουσίων τὰ μὲν λαθραῖα, οἱο῀ν κλοπὴ μοιχεία φαρμακεία προαγωγεία δουλαπατία δολοφονία ψευδομαρτυρία, τὰ δὲ βίαια, οἱο῀ν αἰκία δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 35:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 5 35:1)

  • τοὺς δὲ παραδεδομένους περὶ αὐτῶν μύθους, ἐν οἷς βλασφημίαι τινὲς ἔνεισι κατ αὐτῶν ἢ κακηγορίαι, πονηροὺς καὶ ἀνωφελεῖς καὶ ἀσχήμονας ὑπολαβὼν εἶναι καὶ οὐχ ὅτι θεῶν ἀλλ οὐδ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀξίους, ἅπαντας ἐξέβαλε καὶ παρεσκεύασε τοὺς ἀνθρώπους τὰ κράτιστα περὶ θεῶν λέγειν τε καὶ φρονεῖν μηδὲν αὐτοῖς προσάπτοντας ἀνάξιον ἐπιτήδευμα τῆς μακαρίας φύσεως. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 18 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 18 5:1)

  • ὥσπερ δ αὐτὸ πλεῖστον μετέχει κακίας ἀπὸ τῆς προσηγορίας ἀρξάμενον, οὕτως ἡ κακηγορία πάλιν αὐτοῦ πλεῖστον μετέχει μέρος ἐκ τῆς παρισώσεως ἀρξάμενον τῆς περὶ τοὔνομα: (Aristides, Aelius, Orationes, 3:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:3)

  • καὶ θύοντας μὲν οὕτω κοσμίους εἶναι, οἷς δὲ τὰς θυσίας ποιοῦμεν θεοῖς, ἐπὶ τῇ τούτων προφάσει τὰ αἴσχιστα ἀκούειν καὶ λέγειν, καὶ τοὺς αὐτοὺς ἅμα μὲν δυσχεραίνειν ταῖς κακηγορίαις, ἅμα δ ὧν κακῶς ἀλλήλους ἀγορεύομεν προστάτας ποιεῖσθαι· (Aristides, Aelius, Orationes, 4:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 4:3)

  • καίτοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὐ μόνον παρὰ τὸ ψήφισμα τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν διέβαλλεν ἡμᾶς Εὐβουλίδης, ἀλλὰ καὶ παρὰ τοὺς νόμους, οἳ κελεύουσιν ἔνοχον εἶναι τῇ κακηγορίᾳ τὸν τὴν ἐργασίαν τὴν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἢ τῶν πολιτῶν ἢ τῶν πολιτίδων ὀνειδίζοντά τινι. (Demosthenes, Speeches 51-61, 42:4)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 42:4)

유의어

  1. 모욕

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION