헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰατρός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἰατρός ἰατροῦ

형태분석: ἰατρ (어간) + ος (어미)

어원: i)a/omai

  1. 외과 의사, 의사, 내과의사
  1. physician, surgeon

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἰατρός

외과 의사가

ἰατρώ

외과 의사들이

ἰατροί

외과 의사들이

속격 ἰατροῦ

외과 의사의

ἰατροῖν

외과 의사들의

ἰατρῶν

외과 의사들의

여격 ἰατρῷ

외과 의사에게

ἰατροῖν

외과 의사들에게

ἰατροῖς

외과 의사들에게

대격 ἰατρόν

외과 의사를

ἰατρώ

외과 의사들을

ἰατρούς

외과 의사들을

호격 ἰατρέ

외과 의사야

ἰατρώ

외과 의사들아

ἰατροί

외과 의사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λέγουσιν ἰατρῶν παῖδεσ ἐκείνην τὴν αἰτίαν εἶναι, παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι, ὑγρότερον, ὡσ τὸ εἰκόσ, καθιστάμενον καὶ ἐπὶ πλεῖστον διαχεόμενον. (Lucian, Dipsades 8:1)

    (루키아노스, Dipsades 8:1)

  • ἰατρῶν γὰρ ἂν μᾶλλον ὁ ἔπαινοσ εἰή, οἷσ ἀνάγκη εἰδέναι ταῦτα, ὡσ καὶ ἀμύνασθαι αὐτὰ μετὰ τῆσ τέχνησ ἔχοιεν· (Lucian, Dipsades 14:2)

    (루키아노스, Dipsades 14:2)

  • σὺ δ’ οἰεί θεραπεύσειν τὴν ἀπαιδευσίαν καὶ ἐπικαλύψειν τῇ δόξῃ ταύτῃ καὶ ἐκπλήξειν τῷ πλήθει τῶν βιβλίων, οὐκ εἰδὼσ ὅτι καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνουσ νάρθηκασ καὶ σικύασ ἀργυρᾶσ ποιούμενοι καὶ σμίλασ χρυσοκολλήτουσ· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 29:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 29:1)

  • οὐδεπώποτε γοῦν ὤφθη κεκραγὼσ ἢ ὑπερδιατεινόμενοσ ἢ ἀγανακτῶν, οὐδ’ εἰ ἐπιτιμᾶν τῳ δέοι, ἀλλὰ τῶν μὲν ἁμαρτημάτων καθήπτετο, τοῖσ δὲ ἁμαρτάνουσι συνεγίνωσκεν, καὶ τὸ παράδειγμα παρὰ τῶν ἰατρῶν ἠξίου λαμβάνειν τὰ μὲν νοσήματα ἰωμένων, ὀργῇ δὲ πρὸσ τοὺσ νοσοῦντασ οὐ χρωμένων ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου μὲν εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν, θεοῦ δὲ ἢ ἀνδρὸσ ἰσοθέου τὰ πταισθέντα ἐπανορθοῦν. (Lucian, (no name) 7:1)

    (루키아노스, (no name) 7:1)

  • καὶ γὰρ τῶν ἰατρῶν ὅ γε νοῦν ἔχων οὐ τοὺσ ἄριστα ὑπὲρ τῆσ τέχνησ εἰπεῖν δυναμένουσ μεταστέλλεται νοσῶν, ἀλλὰ τοὺσ πρᾶξαί τι κατ’ αὐτὴν μεμελετηκότασ. (Lucian, (no name) 1:2)

    (루키아노스, (no name) 1:2)

유의어

  1. 외과 의사

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION