- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰατρός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: iatros 고전 발음: [이아] 신약 발음: [이아]

기본형: ἰατρός ἰατροῦ

형태분석: ἰατρ (어간) + ος (어미)

어원: ἰάομαι

  1. 외과 의사, 의사, 내과의사
  1. physician, surgeon

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἰατρός

외과 의사가

ἰατρώ

외과 의사들이

ἰατροί

외과 의사들이

속격 ἰατροῦ

외과 의사의

ἰατροῖν

외과 의사들의

ἰατρῶν

외과 의사들의

여격 ἰατρῷ

외과 의사에게

ἰατροῖν

외과 의사들에게

ἰατροῖς

외과 의사들에게

대격 ἰατρόν

외과 의사를

ἰατρώ

외과 의사들을

ἰατρούς

외과 의사들을

호격 ἰατρέ

외과 의사야

ἰατρώ

외과 의사들아

ἰατροί

외과 의사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἰατρῷ δὸς τόπον, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος, καὶ μὴ ἀποστήτω σου, καὶ γὰρ αὐτοῦ χρεία. (Septuagint, Liber Sirach 38:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 38:12)

  • πολλὰ γὰρ πρὸ τούτου γενέσθαι δεῖ, καὶ προοδοποιῆσαι τῇ πόσει καὶ προπαρασκευάσαι ῥᾴδιον ἐς ἰάσιν τὸ σῶμα καὶ τῆς ἁπάσης ἕξεως φροντίσαι κενοῦντα καὶ ἰσχναίνοντα καὶ οἷς χρὴ τρέφοντα καὶ κινοῦντα ἐς ὅσον χρήσιμον καὶ ὕπνους ἐπινοοῦντα καὶ ἠρεμίας μηχανώμενον, ἅπερ οἱ μὲν ἄλλο τι νοσοῦντες ῥᾳδίως πεισθεῖεν ἄν, οἱ μεμηνότες δὲ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ νοῦ δυσάγωγοι καὶ δυσηνιόχητοι καὶ τῷ ἰατρῷ ἐπισφαλεῖς καὶ τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 17:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 17:2)

  • ἦν δὲ ἐν αὐτοῖς καὶ Παῖτος, ἰατρὸς τὴν τέχνην, πολιός τις,^ οὔτε ἰατρῷ πρέποντα οὔτε πολιῷ ἀνδρὶ ταῦτα ποιῶν. (Lucian, Alexander, (no name) 60:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 60:3)

  • καὶ τὸ ληφθὲν ἤδη προωφείλετο ἱματιοκαπήλῳ ἢ ἰατρῷ ἢ σκυτοτόμῳ τινί. (Lucian, De mercede, (no name) 38:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 38:3)

  • οἰκεῖον εἶναι ἰατρῷ ἱστορίαν συγγράφειν, εἴ γε ὁ Ἀσκληπιὸς μὲν Ἀπόλλωνος υἱός, Ἀπόλλων δὲ Μουσηγέτης καὶ πάσης παιδείας ἄρχων: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 16 1:1)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 16 1:1)

  • οὗτος ὁ Τόξαρις οὐδ᾿ ἀπῆλθεν ἔτι ὀπίσω ἐς Σκύθας, ἀλλ᾿ Ἀθήνησιν ἀπέθανε, καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ καὶ ἡρ´ως ἔδοξε καὶ ἐντέμνουσιν αὐτῷ Ξένῳ Ιἀτρῷ οἱ Ἀθηναῖοι: (Lucian, Scytha 1:2)

    (루키아노스, Scytha 1:2)

유의어

  1. 외과 의사

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION