ἡνίκα?
Adverb;
자동번역
Transliteration: hēnika
Principal Part:
ἡνίκα
Etym.: adverb of Time, relat. to τηνίκα
Sense
- at which time, when, since
- whenever
- whenever
- ΚΑΙ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Genesis 6:1)
- ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἤγγισεν Ἅβραμ εἰσελθεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἶπεν Ἅβραμ Σάρᾳ τῇ γυναικί. γινώσκω ἐγώ, ὅτι γυνὴ εὐπρόσωπος εἶ. (Septuagint, Liber Genesis 12:11)
- ἐγένετο δέ, ἡνίκα εἰσῆλθεν Ἅβραμ εἰς Αἴγυπτον, ἰδόντες οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ὅτι καλὴ ἦν σφόδρα, (Septuagint, Liber Genesis 12:14)
- Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοηκονταέξ, ἡνίκα ἔτεκεν Ἄγαρ τῷ Ἅβραμ τὸν Ἰσμαήλ. (Septuagint, Liber Genesis 16:16)
- Ἁβραὰμ δὲ ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 17:24)
Synonyms
-
at which time
- ἦμος (at which time, when)
- ἐξότε (from the time when)
- εὖτε (when, at the time when)
- εἰσότε (against the time when)
- πότε (when? at what time?)
-
whenever
-
whenever