Ancient Greek-English Dictionary Language

ἧλος

Second declension Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἧλος

Sense

  1. a nail, a nail-head or stud.
  2. a nail

Examples

  • καὶ ἧλοσ τὸ τόξευμα τοῦ θώρακοσ πρὸσ τὸ σῶμα. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 30:1)
  • ἡρ́παστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλουσ, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖσ σπλάγχνοισ εἶχε, καὶ δεσμὸσ ἦν αὐτῷ καὶ ἧλοσ τὸ τόξευμα τοῦ θώρακοσ πρὸσ τὸ σῶμα. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 13:3)
  • "ὧν αἱ μὲν πάλιν καὶ πάλιν κολασθεῖσαι τὴν προσήκουσαν ἕξιν καὶ διάθεσιν ἀναλαμβάνουσι, τὰσ δ’ αὖθισ εἰσ σώματα ζῴων ἐξήνεγκε βιαιότησ ἀμαθίασ καὶ φιληδονίασ ἧλοσ· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 32:6)
  • "εἰ δ’ ἐγγέγονε, πῶσ οὐκ οἴχεται μεταβάλλων εἰσ ἕτερον εἶδοσ ὑπὸ τοῦ πυρὸσ ἐξαιθερωθείσ, ἀλλὰ σῴζεται καὶ συνοικεῖ πυρὶ τοσοῦτον χρόνον, ὥσπερ ἧλοσ ἀραρὼσ τοῖσ αὐτοῖσ ἀεὶ μέρεσι καὶ συγγεγομφωμένοσ; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:7)
  • κατὰ δὲ τὸ τέρμα τῆσ φλεβὸσ ἧλοσ διήρειστο χαλκοῦσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 26:11)

Synonyms

  1. a nail

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION