γυνή?
3군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사: gynē
고전 발음: [귀네:]
신약 발음: [귀네]
기본형:
γυνή
γυναικός
형태분석:
γυνη
(어간)
어원: Prob. from same Root as γίγνομαι.
뜻
- 여성, 여자
- 아내, 부인
- woman, female
- wife
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ. (Septuagint, Liber Genesis 2:22)
(70인역 성경, 창세기 2:22)
- καὶ εἶπεν Ἀδάμ. τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου. αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη. (Septuagint, Liber Genesis 2:23)
(70인역 성경, 창세기 2:23)
- ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. (Septuagint, Liber Genesis 2:24)
(70인역 성경, 창세기 2:24)
- καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο. (Septuagint, Liber Genesis 2:25)
(70인역 성경, 창세기 2:25)
- Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί. τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; (Septuagint, Liber Genesis 3:1)
(70인역 성경, 창세기 3:1)
- καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει. ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, (Septuagint, Liber Genesis 3:2)
(70인역 성경, 창세기 3:2)
- καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε. καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. (Septuagint, Liber Genesis 3:6)
(70인역 성경, 창세기 3:6)
- Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. (Septuagint, Liber Genesis 3:8)
(70인역 성경, 창세기 3:8)
유의어
-
여성
- ξένη (a female guest: a foreign woman)
- Σπαρτιᾶτις (a female inhabitant of Sparta; a Spartan woman)
-
아내
- πλᾶτις (아내, 부인)
- ὄαρ (아내, 부인)
- γαμέτις (아내, 부인)
- νυός (부인, 신부, 아내)
- εὖνις (아내, 부인, 결혼한 여성)
- δάμαρ (아내, 부인, 배우자)
- παράκοιτις (아내, 부인, 배우자)
- ἄκοιτις (아내, 부인, 배우자)
- συνευνέτις (a wife or concubine)