γυνή?
3군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사: gynē
고전 발음: [귀네:]
신약 발음: [귀네]
기본형:
γυνή
γυναικός
형태분석:
γυνη
(어간)
어원: Prob. from same Root as γίγνομαι.
뜻
- 여성, 여자
- 아내, 부인
- woman, female
- wife
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς. αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. (Septuagint, Liber Genesis 3:15)
(70인역 성경, 창세기 3:15)
- τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν. ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου. ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. (Septuagint, Liber Genesis 3:17)
(70인역 성경, 창세기 3:17)
- καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων. (Septuagint, Liber Genesis 3:20)
(70인역 성경, 창세기 3:20)
- καὶ ἤτασεν ὁ Θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σάρας τῆς γυναικὸς Ἅβραμ. (Septuagint, Liber Genesis 12:17)
(70인역 성경, 창세기 12:17)
- καὶ ἐταράχθησαν. καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 19:16)
(70인역 성경, 창세기 19:16)
유의어
-
여성
- ξένη (a female guest: a foreign woman)
- Σπαρτιᾶτις (a female inhabitant of Sparta; a Spartan woman)
-
아내
- πλᾶτις (아내, 부인)
- ὄαρ (아내, 부인)
- γαμέτις (아내, 부인)
- νυός (부인, 신부, 아내)
- εὖνις (아내, 부인, 결혼한 여성)
- δάμαρ (아내, 부인, 배우자)
- παράκοιτις (아내, 부인, 배우자)
- ἄκοιτις (아내, 부인, 배우자)
- συνευνέτις (a wife or concubine)