헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γυνή

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γυνή γυναικός

형태분석: γυνη (어간)

어원: Prob. from same Root as gi/gnomai.

  1. 여성, 여자
  2. 아내, 부인
  1. woman, female
  2. wife

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γυνή

여성이

γυναῖκε

여성들이

γυναῖκες

여성들이

속격 γυναικός

여성의

γυναικοῖν

여성들의

γυναικῶν

여성들의

여격 γυναικί

여성에게

γυναικοῖν

여성들에게

γυναιξίν*

여성들에게

대격 γυναῖκα

여성을

γυναῖκε

여성들을

γυναῖκας

여성들을

호격 γύναι

여성아

γυναῖκε

여성들아

γυναῖκες

여성들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ο δὲ ὄφισ ἦν φρονιμώτατοσ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆσ γῆσ, ὧν ἐποίησε Κύριοσ ὁ Θεόσ. καὶ εἶπεν ὁ ὄφισ τῇ γυναικί. τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεόσ, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸσ ξύλου τοῦ παραδείσου̣ (Septuagint, Liber Genesis 3:1)

    (70인역 성경, 창세기 3:1)

  • καὶ εἶπεν ὁ ὄφισ τῇ γυναικί. οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε. (Septuagint, Liber Genesis 3:4)

    (70인역 성경, 창세기 3:4)

  • καὶ εἶπε Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῇ γυναικί. τί τοῦτο ἐποίησασ̣ καὶ εἶπεν ἡ γυνή. ὁ ὄφισ ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον. (Septuagint, Liber Genesis 3:13)

    (70인역 성경, 창세기 3:13)

  • καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε. πληθύνων πληθυνῶ τὰσ λύπασ σου καὶ τὸν στεναγμόν σου. ἐν λύπαισ τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸσ τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτόσ σου κυριεύσει. (Septuagint, Liber Genesis 3:16)

    (70인역 성경, 창세기 3:16)

  • Καὶ ἐποίησε Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνασ δερματίνουσ καὶ ἐνέδυσεν αὐτούσ. (Septuagint, Liber Genesis 3:21)

    (70인역 성경, 창세기 3:21)

유의어

  1. 여성

  2. 아내

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION