Ancient Greek-English Dictionary Language

ἕψω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἕψω

Structure: έ̔ψ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to boil, seethe, we boiled some, to be boiled
  2. to smelt, refine
  3. to cherish

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̔ψω έ̔ψεις έ̔ψει
Dual έ̔ψετον έ̔ψετον
Plural έ̔ψομεν έ̔ψετε έ̔ψουσιν*
SubjunctiveSingular έ̔ψω έ̔ψῃς έ̔ψῃ
Dual έ̔ψητον έ̔ψητον
Plural έ̔ψωμεν έ̔ψητε έ̔ψωσιν*
OptativeSingular έ̔ψοιμι έ̔ψοις έ̔ψοι
Dual έ̔ψοιτον ἑψοίτην
Plural έ̔ψοιμεν έ̔ψοιτε έ̔ψοιεν
ImperativeSingular έ̔ψε ἑψέτω
Dual έ̔ψετον ἑψέτων
Plural έ̔ψετε ἑψόντων, ἑψέτωσαν
Infinitive έ̔ψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἑψων ἑψοντος ἑψουσα ἑψουσης ἑψον ἑψοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̔ψομαι έ̔ψει, έ̔ψῃ έ̔ψεται
Dual έ̔ψεσθον έ̔ψεσθον
Plural ἑψόμεθα έ̔ψεσθε έ̔ψονται
SubjunctiveSingular έ̔ψωμαι έ̔ψῃ έ̔ψηται
Dual έ̔ψησθον έ̔ψησθον
Plural ἑψώμεθα έ̔ψησθε έ̔ψωνται
OptativeSingular ἑψοίμην έ̔ψοιο έ̔ψοιτο
Dual έ̔ψοισθον ἑψοίσθην
Plural ἑψοίμεθα έ̔ψοισθε έ̔ψοιντο
ImperativeSingular έ̔ψου ἑψέσθω
Dual έ̔ψεσθον ἑψέσθων
Plural έ̔ψεσθε ἑψέσθων, ἑψέσθωσαν
Infinitive έ̔ψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἑψομενος ἑψομενου ἑψομενη ἑψομενης ἑψομενον ἑψομενου

Imperfect tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῆ̔ψον ῆ̔ψες ῆ̔ψεν*
Dual ή̔ψετον ἡψέτην
Plural ή̔ψομεν ή̔ψετε ῆ̔ψον
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡψόμην ή̔ψου ή̔ψετο
Dual ή̔ψεσθον ἡψέσθην
Plural ἡψόμεθα ή̔ψεσθε ή̔ψοντο

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ αἱ τράπεζαί γ’ εἰσὶν ἐπινενησμέναι ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ παρεσκευασμέναι, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, κρατῆρα συγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδεσ ἑστᾶσ’ ἐφεξῆσ, τὰ τεμάχη ῥιπίζεται, λαγῷ’ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται, στέφανοι πλέκονται, φρύγεται τραγήματα, χύτρασ ἔτνουσ ἕψουσιν αἱ νεώταται. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 4:2)
  • ἀλλ’ οὐδ’ ἄψυχον ἄν τισ φάγοι καὶ νεκρὸν οἱο͂́ν ἐστιν, ἀλλ’ ἕψουσιν ὀπτῶσι μεταβάλλουσι διὰ πυρὸσ καὶ φαρμάκων, ἀλλοιοῦντεσ καὶ τρέποντεσ καὶ σβεννύοντεσ ἡδύσμασι μυρίοισ τὸν φόνον, ἵν’ ἡ γεῦσισ ἐξαπατηθεῖσα προσδέξηται τἀλλότριον. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 5 6:1)

Synonyms

  1. to boil

  2. to smelt

  3. to cherish

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION