Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐτυχής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐτυχής εὐτυχές

Structure: εὐτυχη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: tugxa/nw

Sense

  1. well off, successful, lucky, fortunate, prosperous, with blessings

Examples

  • ὅτῳ γὰρ ὤφθην εὐτυχοῦσ’, αἰδώσ μ’ ἔχει ἐν τῷδε πότμῳ τυγχάνουσ’ ἵν’ εἰμὶ νῦν κοὐκ ἂν δυναίμην προσβλέπειν ὀρθαῖσ κόραισ. (Euripides, Hecuba, episode10)
  • ὦ τλῆμον, ὡσ τἄλλ’ εὐτυχοῦσ’ οὐκ εὐτυχεῖσ. (Euripides, Ion, episode 1:46)
  • Πρωτέωσ τινὸσ οὐκ εὐτυχοῦσ οὐδὲ πάνυ χρηστοῦ τὸ ἔργον, ἀλλ’ ὑπὸ γοητείασ ἑαυτὸν εἰσ ἕτερον εἶδοσ ἐξ ἑτέρου μεταλλάττοντοσ ἐν ταὐτῷ πολλάκισ, φιλολόγοισ συναναγιγνώσκοντοσ καὶ παλαισταῖσ συγκονιομένου καὶ φιλοθήροισ συγκυνηγετοῦντοσ καὶ φιλοπόταισ συμμεθυσκομένου καὶ πολιτικοῖσ συναρχαιρεσιάζοντοσ, ἰδίαν ἤθουσ ἑστίαν οὐκ ἔχοντοσ,· (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 9 3:1)
  • φρόνημα μὲν γὰρ καὶ ὑπὸ ἀμαθίασ εὐτυχοῦσ καὶ δειλῷ τινι ἐγγίγνεται· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 463)
  • καὶ αὐτὸσ μὲν ἄγονοσ καὶ ἀκλεὴσ γέγονε, σκωπτόμενοσ σὲ καὶ χλευαζόμενοσ ὑπὸ τῶν κωμῳδιοποιῶν οὐκ εὐτυχοῦσ δόξησ μετέσθηκε. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 53)

Synonyms

  1. well off

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION