- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὕρημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: heurēma 고전 발음: [레:마] 신약 발음: [레마]

기본형: εὕρημα εὕρηματος

형태분석: εὑρηματ (어간)

어원: εὑρεῖν

  1. 발명, 창제, 발견
  2. 발명, 창제, 조작, 약
  3. 상, 상품, 포상, 이득, 이익, 횡재
  1. an invention, discovery
  2. an invention, for or against, a remedy
  3. that which is found unexpectedly, a piece of good luck, godsend, windfall, prize
  4. a foundling

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 εὕρημα

발명이

εὑρήματε

발명들이

εὑρήματα

발명들이

속격 εὑρήματος

발명의

εὑρημάτοιν

발명들의

εὑρημάτων

발명들의

여격 εὑρήματι

발명에게

εὑρημάτοιν

발명들에게

εὑρήμασι(ν)

발명들에게

대격 εὕρημα

발명을

εὑρήματε

발명들을

εὑρήματα

발명들을

호격 εὕρημα

발명아

εὑρήματε

발명들아

εὑρήματα

발명들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστιν εὐοδία ἐν κακοῖς ἀνδρί, καὶ ἔστιν εὕρημα εἰς ἐλάττωσιν. (Septuagint, Liber Sirach 20:8)

    (70인역 성경, Liber Sirach 20:8)

  • οὕτως εἶπε Κύριος. ὁ κατοικῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος πρὸς τοὺς Χαλδαίους ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς εὕρημα, καὶ ζήσεται. (Septuagint, Liber Ieremiae 45:2)

    (70인역 성경, 예레미야서 45:2)

  • ὅτι σώζων σώσω σε, καὶ ἐν ρομφαίᾳ οὐ μὴ πέσῃς. καὶ ἔσται ἡ ψυχή σου εἰς εὕρημα, ὅτι ἐπεποίθεις ἐπ ἐμοί, φησὶ Κύριος. (Septuagint, Liber Ieremiae 46:8)

    (70인역 성경, 예레미야서 46:8)

  • καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῷ μεγάλα; μὴ ζητήσῃς, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, λέγει Κύριος. καὶ δώσω τὴν ψυχήν σου εἰς εὕρημα ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃς ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Ieremiae 51:35)

    (70인역 성경, 예레미야서 51:35)

  • ἀλλ, ὦ λιποῦσαι Τμῶλον ἔρυμα Λυδίας, θίασος ἐμός, γυναῖκες, ἃς ἐκ βαρβάρων ἐκόμισα παρέδρους καὶ ξυνεμπόρους ἐμοί, αἴρεσθε τἀπιχώρι ἐν πόλει Φρυγῶν τύμπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ εὑρήματα, βασίλειά τ ἀμφὶ δώματ ἐλθοῦσαι τάδε κτυπεῖτε Πενθέως, ὡς ὁρᾷ Κάδμου πόλις. (Euripides, episode 6:1)

    (에우리피데스, episode 6:1)

  • Σύ μοι δοκεῖς ἐπαινέσεσθαι καὶ τὸ εὑρ´ημα αὐτοῦ, τὴν ἄμπελον καὶ τὸν οἶνον, καὶ ταῦτα ὁρῶν οἱᾶ οἱ μεθυσθέντες ποιοῦσι σφαλλόμενοι καὶ πρὸς ὕβριν τρεπόμενοι καὶ ὅλως μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ: (Lucian, Dialogi deorum, 3:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:1)

유의어

  1. 발명

  2. 발명

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION