- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐρίβρομος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: eribromos 고전 발음: [에리로모] 신약 발음: [애리로모]

기본형: ἐρίβρομος ἐρίβρομον

형태분석: ἐριβρομ (어간) + ος (어미)

어원: βρέμω

  1. loud-shouting

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐρίβρομος

(이)가

ἐρίβρομον

(것)가

속격 ἐριβρόμου

(이)의

ἐριβρόμου

(것)의

여격 ἐριβρόμῳ

(이)에게

ἐριβρόμῳ

(것)에게

대격 ἐρίβρομον

(이)를

ἐρίβρομον

(것)를

호격 ἐρίβρομε

(이)야

ἐρίβρομον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐριβρόμω

(이)들이

ἐριβρόμω

(것)들이

속/여 ἐριβρόμοιν

(이)들의

ἐριβρόμοιν

(것)들의

복수주격 ἐρίβρομοι

(이)들이

ἐρίβρομα

(것)들이

속격 ἐριβρόμων

(이)들의

ἐριβρόμων

(것)들의

여격 ἐριβρόμοις

(이)들에게

ἐριβρόμοις

(것)들에게

대격 ἐριβρόμους

(이)들을

ἐρίβρομα

(것)들을

호격 ἐρίβρομοι

(이)들아

ἐρίβρομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κισσοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ ἀείδειν, Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸν υἱόν, ὃν τρέφον ἠύκομοι Νύμφαι παρὰ πατρὸς ἄνακτος δεξάμεναι κόλποισι καὶ ἐνδυκέως ἀτίταλλον Νύσης ἐν γυάλοις: (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 2:1)

  • καὶ Δᾶλον ἀμφιρρύταν εἰπόντες, ἢ Δία τερπικέραυνον, ἢ πόντον ἐρίβρομον, καὶ παρελθόντες ὡς Ἡρακλῆς εἰς Ὑπερβορέους ἀφίκετο, καὶ ὡς Ιἄμος ἦν μάντις παλαιὸς, ἢ ὡς τὸν Ἀνταῖον Ἡρακλῆς, ἢ Μίνωα, ἢ Ῥαδάμυνθυν προσθέντες, ἢ Φᾶσιν, ἢ Ἴστρον, ἢ ὡς αὐτοὶ θρέμματα Μουσῶν εἰσι καὶ ἄμαχοί τινες εἰς σοφίαν ἀναφθεγξάμενοι, αὐταρκῶς σφίσιν ὑμνῆσθαι νομίζουσι, καὶ οὐδὲ τῶν ἰδιωτῶν οὐδεὶς πλέον ἐπιζητεῖ παρ αὐτῶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:8)

유의어

  1. loud-shouting

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION