- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔποχος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: epochos 고전 발음: [에뽀코] 신약 발음: [애뽀코]

기본형: ἔποχος ἔποχον

형태분석: ἐποχ (어간) + ος (어미)

어원: ἐπέχω

  1. mounted upon, borne on
  2. having a good seat
  3. navigable

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἔποχος

(이)가

ἔποχον

(것)가

속격 ἐπόχου

(이)의

ἐπόχου

(것)의

여격 ἐπόχῳ

(이)에게

ἐπόχῳ

(것)에게

대격 ἔποχον

(이)를

ἔποχον

(것)를

호격 ἔποχε

(이)야

ἔποχον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπόχω

(이)들이

ἐπόχω

(것)들이

속/여 ἐπόχοιν

(이)들의

ἐπόχοιν

(것)들의

복수주격 ἔποχοι

(이)들이

ἔποχα

(것)들이

속격 ἐπόχων

(이)들의

ἐπόχων

(것)들의

여격 ἐπόχοις

(이)들에게

ἐπόχοις

(것)들에게

대격 ἐπόχους

(이)들을

ἔποχα

(것)들을

호격 ἔποχοι

(이)들아

ἔποχα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ τρέψας ἐνταῦθα τὸν στρατὸν σχολάζοντα τάφρον μεγάλην ἐνέβαλε, καὶ ταύτῃ πολύ μέρος τοῦ ποταμοῦ μεταστὴσας περιήγαγεν εἰς ἐπιτήδειον αἰγιαλόν, βαθὺ μὲν καὶ ναυσὶ μεγάλαις ἔποχον, λεῖον δὲ καὶ ἄκλυστον στόμα λαβοῦσαν πρὸς τὴν θάλασσαν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 15 3:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 15 3:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ Μάριος φιλοτίμως πάνυ καὶ μειρακιωδῶς ἀποτριβόμενος τὸ γῆρας καὶ τὴν ἀσθένειαν ὁσημέραι κατέβαινεν εἰς τὸ πεδίον, καὶ μετὰ τῶν νεανίσκων γυμναζόμενος ἐπεδείκνυε τὸ σῶμα κοῦφον μὲν ὅπλοις, ἔποχον δὲ ταῖς ἱππασίαις, καίπερ οὐκ εὐσταλὴς γεγονώς ἐν γήρᾳ τὸν ὄγκον, ἀλλ εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρεῖαν ἐνδεδωκώς. (Plutarch, Caius Marius, chapter 34 3:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 34 3:1)

  • μεθυ ὅ τι ποτε φερειν ἔποχον ἔχει τι στίβος ὁδενες στράτιος, στράτιος υ δεῦρ ἕπου: (Sophocles, Ichneutae 14:9)

    (소포클레스, Ichneutae 14:9)

  • ἐπεὶ δὲ δεῖ ἐν παντοίοις τε χωρίοις τὸν ἱππέα ἀνὰ κράτος ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι καὶ ἀπὸ τοῦ ἵππου τοῖς ὅπλοις καλῶς δύνασθαι χρῆσθαι, ὅπου μέν ἐστι χωρία ἐπιτήδεια καὶ θηρία, ἄμεμπτος ἡ ἐν θήραις μελέτη τῆς ἱππικῆς: (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 13:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 8 13:1)

  • χρὴ δὲ καὶ τὸ ἔποχον τοιοῦτον ἐρράφθαι ὡς ἀσφαλέστερόν τε τὸν ἱππέα καθῆσθαι καὶ τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου μὴ σίνεσθαι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 12 11:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 12 11:1)

유의어

  1. having a good seat

  2. navigable

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION