ἐπιθέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιθέω
ἐπιθεύσομαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
θέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἰ ἠπατήθη λάθρᾳ ἡ καρδία μου, εἰ δὲ χεῖρά μου ἐπιθεὶσ ἐπὶ στόματί μου ἐφίλησα, (Septuagint, Liber Iob 31:27)
(70인역 성경, 욥기 31:27)
- ἢ τί γὰρ οὐκ ἂν ποιήσειεν ἐκεῖνοσ ὁ τὴν οἰκίαν σπουδῇ οἰκοδομούμενοσ καὶ τοὺσ ἐργάτασ ἐπισπέρχων, εἰ μάθοι ὅτι ἡ μὲν ἕξει τέλοσ αὐτῷ, ὁ δὲ ἄρτι ἐπιθεὶσ τὸν ὄροφον ἄπεισι τῷ κληρονόμῳ καταλιπὼν ἀπολαύειν αὐτῆσ, αὐτὸσ μηδὲ δειπνήσασ ἅθλιοσ ^ ἐν αὐτῇ; (Lucian, Contemplantes, (no name) 17:6)
(루키아노스, Contemplantes, (no name) 17:6)
- εἶτα αὐτίκα ξηροῦ ἐκείνου γενομένου, λύσασ ῥᾳδίωσ καὶ ἀναγνούσ, ἐπιθεὶσ τὸν κηρὸν ἀπετύπου ὥσπερ ἐκ λίθου τὴν σφραγῖδα εὖ μάλα τῷ ἀρχετύπῳ ἐοικυῖαν. (Lucian, Alexander, (no name) 21:9)
(루키아노스, Alexander, (no name) 21:9)
- ὡραῖοσ δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ’ ἀπολείπων μήτ’ ἐπιθεὶσ μάλα πολλά· (Hesiod, Works and Days, Book WD 76:1)
(헤시오도스, 일과 날, Book WD 76:1)
- εἶτα ἐπιθεὶσ τὴν τάξιν ἐπαγέτω τὸ κάλλοσ καὶ χρωννύτω τῇ λέξει καὶ σχηματιζέτω καὶ ῥυθμιζέτω. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 482)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 482)
유의어
-
to run at or after
- ἐπιτρέχω (to run close after)
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- προκαλέω (at or after)
- θέω (달리다, 뛰다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
파생어
- ἀμφιθέω (to run round about)
- ἀντιθέω (to run against, compete in a race, to run contrary ways)
- ἀπιθέω (he disobeyed)
- ἀποθέω (도망가다, 튀다)
- διαθέω (뛰어다니다, 경주를 뛰다)
- διεκθέω (꿰뚫다, 찔러 넣다)
- εἰσθέω (맞부딪치다)
- ἐκθέω (만기가 되다)
- θέω (달리다, 뛰다, 날다)
- καταθέω (흘러내리다, 흘러 내려가다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- παραθέω (to run beside or alongside, to run beyond, outrun)
- περιθέω (돌다, 회전시키다, 두르다)
- προεκθέω (to run out before, sally from the ranks, rush on)
- προθέω (to run before, he was, ahead)
- προκαταθέω (to run down before)
- προσθέω (to run towards or to)
- συνθέω (계승하다, 성공하다, 잇따라 일어나다)
- ὑπεκθέω (to run off secretly or gradually)
- ὑπερθέω (넘다, 초과하다, 초월하다)
- ὑποθέω (to run in under, make a secret attack, to run in before)