ἐπιθέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιθέω
ἐπιθεύσομαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
θέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τάδε λέγει Κύριοσ. ἀφείλου τὴν κίδαριν καὶ ἐπέθου τὸν στέφανον. αὕτη οὐ τοιαύτη ἔσται. ἐταπείνωσασ τὸ ὑψηλὸν καὶ ὕψωσασ τὸ ταπεινόν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 21:26)
(70인역 성경, 에제키엘서 21:26)
- καὶ ἐπέθου ἐπὶ τοὺσ Χαλδαίουσ, ὧν ὡσ ὄνων αἱ σάρκεσ αὐτῶν καὶ αἰδοῖα ἵππων τὰ αἰδοῖα αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 23:20)
(70인역 성경, 에제키엘서 23:20)
- σὺ δὲ καὶ τὴν Μακεδονικὴν χλαμύδα καταβαλὼν κάνδυν, ὥσ φασι, μετενέδυσ καὶ τιάραν ὀρθὴν ἐπέθου καὶ προσκυνεῖσθαι ὑπὸ Μακεδόνων, ὑπ̓ ἐλευθέρων ἀνδρῶν, ἠξίουσ, καὶ τὸ πάντων γελοιότατον, ἐμιμοῦ τὰ τῶν νενικημένων. (Lucian, Dialogi mortuorum, 6:1)
(루키아노스, Dialogi mortuorum, 6:1)
- τί κακόν, ὦ γύναι, χθονοτρεφὲσ ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα ῥυτᾶσ ἐξ ἁλὸσ ὀρόμενον τόδ’ ἐπέθου θύοσ, δημοθρόουσ τ’ ἀράσ; (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 11)
(아이스킬로스, 아가멤논, choral, strophe 11)
- ὅτε γὰρ τὴν Ἰταλίαν ἀφισταμένην ἡμῶν ᾐσθάνου, τὴν ἀσχολίαν τήνδε ἡμῶν φυλάξασ ἐπέθου μὲν Ἀριοβαρζάνῃ καὶ Νικομήδει καὶ Γαλάταισ καὶ Παφλαγονίᾳ, ἐπέθου δὲ Ἀσίᾳ τῷ ἡμετέρῳ χωρίῳ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 8 7:2)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 8 7:2)
유의어
-
to run at or after
- ἐπιτρέχω (to run close after)
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- προκαλέω (at or after)
- θέω (달리다, 뛰다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
파생어
- ἀμφιθέω (to run round about)
- ἀντιθέω (to run against, compete in a race, to run contrary ways)
- ἀπιθέω (he disobeyed)
- ἀποθέω (도망가다, 튀다)
- διαθέω (뛰어다니다, 경주를 뛰다)
- διεκθέω (꿰뚫다, 찔러 넣다)
- εἰσθέω (맞부딪치다)
- ἐκθέω (만기가 되다)
- θέω (달리다, 뛰다, 날다)
- καταθέω (흘러내리다, 흘러 내려가다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- παραθέω (to run beside or alongside, to run beyond, outrun)
- περιθέω (돌다, 회전시키다, 두르다)
- προεκθέω (to run out before, sally from the ranks, rush on)
- προθέω (to run before, he was, ahead)
- προκαταθέω (to run down before)
- προσθέω (to run towards or to)
- συνθέω (계승하다, 성공하다, 잇따라 일어나다)
- ὑπεκθέω (to run off secretly or gradually)
- ὑπερθέω (넘다, 초과하다, 초월하다)
- ὑποθέω (to run in under, make a secret attack, to run in before)