헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίληπτος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπίληπτος ἐπίληπτη ἐπίληπτον

형태분석: ἐπιληπτ (어간) + ος (어미)

어원: e)pilamba/nw

  1. caught or detected in, caught
  2. suffering

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐπίληπτος

(이)가

ἐπίλήπτη

(이)가

ἐπίληπτον

(것)가

속격 ἐπιλήπτου

(이)의

ἐπίλήπτης

(이)의

ἐπιλήπτου

(것)의

여격 ἐπιλήπτῳ

(이)에게

ἐπίλήπτῃ

(이)에게

ἐπιλήπτῳ

(것)에게

대격 ἐπίληπτον

(이)를

ἐπίλήπτην

(이)를

ἐπίληπτον

(것)를

호격 ἐπίληπτε

(이)야

ἐπίλήπτη

(이)야

ἐπίληπτον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπιλήπτω

(이)들이

ἐπίλήπτᾱ

(이)들이

ἐπιλήπτω

(것)들이

속/여 ἐπιλήπτοιν

(이)들의

ἐπίλήπταιν

(이)들의

ἐπιλήπτοιν

(것)들의

복수주격 ἐπίληπτοι

(이)들이

ἐπί́ληπται

(이)들이

ἐπίληπτα

(것)들이

속격 ἐπιλήπτων

(이)들의

ἐπίληπτῶν

(이)들의

ἐπιλήπτων

(것)들의

여격 ἐπιλήπτοις

(이)들에게

ἐπίλήπταις

(이)들에게

ἐπιλήπτοις

(것)들에게

대격 ἐπιλήπτους

(이)들을

ἐπίλήπτᾱς

(이)들을

ἐπίληπτα

(것)들을

호격 ἐπίληπτοι

(이)들아

ἐπί́ληπται

(이)들아

ἐπίληπτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτωσ ὀνομάζοντεσ, ἀλλήλουσ παρεκάλουν οὔθ’ οἱο͂ν ἐπιλήπτουσ ὑπὸ πάθουσ ἄφνω γενομένουσ, ὡσ Γάιοσ Γράκχοσ ἐπὶ θερμοῖσ τοῖσ περὶ τὸν ἀδελφὸν ἀτυχήμασιν ἀπωτάτω τῶν κοινῶν τὸν βίον θέμενοσ, εἶθ’ ὕβρει τινῶν καὶ λοιδορίᾳ πρὸσ αὐτὸν ἀναφλεχθεὶσ ὑπ’ ὀργῆσ, ἐνέπεσε τοῖσ κοινοῖσ· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 2 8:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 2 8:1)

  • ταῦτα λαβὼν τὰ φάρμακα καὶ τὰσ ἐπῳδὰσ παρὰ τῆσ θεραπαίνησ αὐτῆσ, ἣ κατ’ ἐκείνησ τότ’ ἐμήνυσεν, ἐξ ἧσπερ ὁ βάσκανοσ οὗτοσ πεπαιδοποίηται, μαγγανεύει καὶ φενακίζει καὶ τοὺσ ἐπιλήπτουσ φησὶν ἰᾶσθαι, αὐτὸσ ὢν ἐπίληπτοσ πάσῃ πονηρίᾳ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 97:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 97:1)

  • Ἐν δὲ τῇσι μεταβολῇσι τῶν πνευμάτων διὰ τάδε φημὶ επιλήπτουσ γίνεσθαι, καὶ μάλιστα τοῖσι νοτίοισιν, ἔπειτα τοῖσι βορείοισιν, ἔπειτα τοῖσι λοιποῖσι πνεύμασι‧ ταῦτα δέ ἐστιν ὅσα τῶν πνευμάτων ἰσχυρότατά ἐστι καὶ ἀλλήλοισιν ἐναντιώτατα κατὰ τὴν στάσιν καὶ κατὰ τὴν δύναμιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.1)

유의어

  1. suffering

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION