- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίγαμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: epigamos 고전 발음: [에삐가모] 신약 발음: [애삐가모]

기본형: ἐπίγαμος ἐπίγαμον

형태분석: ἐπιγαμ (어간) + ος (어미)

어원: γαμέω

  1. marriageable

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπίγαμος

(이)가

ἐπίγαμον

(것)가

속격 ἐπιγάμου

(이)의

ἐπιγάμου

(것)의

여격 ἐπιγάμῳ

(이)에게

ἐπιγάμῳ

(것)에게

대격 ἐπίγαμον

(이)를

ἐπίγαμον

(것)를

호격 ἐπίγαμε

(이)야

ἐπίγαμον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπιγάμω

(이)들이

ἐπιγάμω

(것)들이

속/여 ἐπιγάμοιν

(이)들의

ἐπιγάμοιν

(것)들의

복수주격 ἐπίγαμοι

(이)들이

ἐπίγαμα

(것)들이

속격 ἐπιγάμων

(이)들의

ἐπιγάμων

(것)들의

여격 ἐπιγάμοις

(이)들에게

ἐπιγάμοις

(것)들에게

대격 ἐπιγάμους

(이)들을

ἐπίγαμα

(것)들을

호격 ἐπίγαμοι

(이)들아

ἐπίγαμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θυγατέρες ἐπίγαμοι φροντίδος οὐ μικρᾶς δεόμεναι τοῖς ἔχουσι καὶ γοναὶ παίδων ἀρρένων, οἷς ὀφείλεται τὰ δίκαια φύσεως προγόνων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 40 10:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 40 10:1)

  • μάλιστα δὲ τοὺς παρόντας εἰς δάκρυα καὶ συμπάθειαν ἤγαγεν ἡ Δαρείου μήτηρ καὶ γυνὴ καὶ δύο θυγατέρες ἐπίγαμοι καὶ υἱὸς παῖς τὴν ἡλικίαν. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 36 2:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, chapter 36 2:1)

  • ὅσοι μὲν δὴ ἔσκον εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων ἐπίγαμοι, ὑπερβάλλοντες ἀλλήλους ἐξωνέοντο τὰς καλλιστευούσας: (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 196 3:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 196 3:3)

  • ὅσοι δὲ τοῦ δήμου ἔσκον ἐπίγαμοι, οὗτοι δὲ εἴδεος μὲν οὐδὲν ἐδέοντο χρηστοῦ, οἳ δ ἂν χρήματά τε καὶ αἰσχίονας παρθένους ἐλάμβανον. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 196 3:4)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 196 3:4)

유의어

  1. marriageable

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION